φῖτυ: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φίτυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>φῖ</i>-<i>τυ</i> (για το σπάνιο [[επίθημα]] -<i>τυ</i>, | |mltxt=τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[φίτυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>φῖ</i>-<i>τυ</i> (για το σπάνιο [[επίθημα]] -<i>τυ</i>, [[πρβλ]]. [[ἄστυ]]) ανάγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στη [[μορφή]] <i>bh</i><i>ū</i> της ΙΕ ρίζας <i>bhew</i>- «αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]]» (για τη [[ρίζα]] αυτή <b>βλ. λ.</b> <i>φύω</i>) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. <i>φῡ</i>-<i>τυ</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> μυκηναϊκό <i>iju</i>: <i>ὑιύς</i>, κρητ. τ. του [[υἱός]], [[πίτυρον]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>πυτυρον</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[φῖτυ]] έχει σχηματιστεί, μέσω αμάρτυρου <i>φF</i><i>ī</i>-<i>τυ</i>, από την παρεκτεταμένη [[μορφή]] <i>bhw</i><i>ī</i>- της ρίζας του ρ. <i>φύω</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>fio</i>, <i>filius</i>, λιθουαν. <i>bit</i>[[i]] «ήταν», λεττον. <i>biju</i> «ήμουν»), η οποία, όμως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική, [[γεγονός]] που καθιστά την [[άποψη]] αυτή λιγότερο πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
τό, poet. for sq., Ar.Pax1164 (lyr.), Pherecr.244, Eup. 49, prob. in Epich.207.
German (Pape)
[Seite 1290] τό, poet. = φίτυμα; Ar. Pax 1164 καινὸν φῖτυ τῶν βοῶν; Eupol. bei Schol. zu Plat. Critia. 164, 10.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
c. φίτυμα.
Russian (Dvoretsky)
φῖτῠ: τό Arph. = φίτυμα.
Greek (Liddell-Scott)
φῖτυ: τό, ποιητ. ἀντὶ φίτῡμα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1164, Ἀποσπ. παρ’ Εὐστ. 1291. 26, Εὔπολις ἐν «Αὐτολύκῳ» 8.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(ποιητ. τ.) φίτυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ-τυ (για το σπάνιο επίθημα -τυ, πρβλ. ἄστυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή bhū της ΙΕ ρίζας bhew- «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ. φῡ-τυ με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ι- (πρβλ. μυκηναϊκό iju: ὑιύς, κρητ. τ. του υἱός, πίτυρον πιθ. < πυτυρον). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. φῖτυ έχει σχηματιστεί, μέσω αμάρτυρου φFī-τυ, από την παρεκτεταμένη μορφή bhwī- της ρίζας του ρ. φύω (πρβλ. λατ. fio, filius, λιθουαν. biti «ήταν», λεττον. biju «ήμουν»), η οποία, όμως, δεν έχει χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική, γεγονός που καθιστά την άποψη αυτή λιγότερο πιθανή].
Greek Monotonic
φῖτυ: τό, ποιητ. αντί φίτυμα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
poet. for φίτυμα, Ar.]
Frisk Etymology German
φῖτυ: {phĩtu}
Grammar: n.
Meaning: Keim, Sproß (S.Fr. 889, alte Kom.);
Composita: φιτυποίμην m. Pflanzenhüter (A. Eu. 911).
Derivative: Davon φιτύω, Aor. -ῦσαι säen, pflanzen, erzeugen (Trag., Pl.), Med. -ύσασθαι, Fut. -ύσομαι gebären (Hes., A. R., Opp., Mosch.) mit -υμα n. Erzeugnis, Sproß, Sohn (A.Ag.1281, Plu.); Rückbildung φῖτυς m. Erzeuger (Lyk.).
Etymology: Alte Bildung mit τυ-Suffix (Schwyzer 506; vgl. zunächst ἄστυ), nach gewöhnlicher Annahme zu dem in lat. fī-s, fī-t, fī-ō werden, entstehen, altlit. u. dial. 3. Prät. bit(i), byt ‘war(en)’, ags. u. ahd. bis bist und anderen, z.T. kontroversen Formen vorliegenden Verb werden, wachsen; idg. bh(u̯)-ī- neben bhū- in φύω usw. (s.d.), s. WP. 2, 143 f., Pok. 150, W.-Hofmann s. fīō m. weiteren Einzelheiten u. reicher Lit. Angesichts des sonst alleinherrschenden φυ- in φῦλον, φυτόν, φύσις, φῦμα usw. liegt es aber weit näher, mit Curtius 304 in φῖτυ eine dissimilatorische Umbildung von *φῦτυ zu sehen; vgl. die Lit. zu πίτυρα.
Page 2,1021