φύλαξις: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύλαξις]], εως, [[φυλάσσω]]<br />a [[security]], Eur.
|mdlsjtxt=[[φύλαξις]], εως, [[φυλάσσω]]<br />a [[security]], Eur.
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[protección]] φυλακτήριον τῆς πράξεως, ὃ δεῖ σε φορεῖν ἐπιβαλλόμενον πρὸς φύλαξίν σου ὅλου τοῦ σώματος <b class="b3">amuleto de la práctica, que debes llevar encima para protección de todo tu cuerpo</b> P IV 1072
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύλαξις Medium diacritics: φύλαξις Low diacritics: φύλαξις Capitals: ΦΥΛΑΞΙΣ
Transliteration A: phýlaxis Transliteration B: phylaxis Transliteration C: fylaksis Beta Code: fu/lacis

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ, A watching, guarding, ὕπνου φυλάξεις S.Fr.432.9, cf. Aq.Is.26.3. II a security, E.Hel.506 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ, Bewachung, Beschützung, Beobachtung; im plur. Soph. frg. 379; ἔχει μοι δισσὰς φυλάξεις Eur. Hel. 513.

Russian (Dvoretsky)

φύλαξις: εως (ῠ) ἡ только pl.
1) охрана (ὕπνου φυλάξεις Soph.);
2) осторожность, меры предосторожности или самозащиты: δισσὰς δέ μοι ἔχει φυλάξεις Eur. у меня два способа защитить себя.

Greek (Liddell-Scott)

φύλαξις: -εως, ἡ φρούρησις, τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. ἀσφάλεια, Εὐρ. Ἑλ. 506.

Spanish

protección

Greek Monolingual

-άξεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φύλαξη.

Greek Monotonic

φύλαξις: [ῠ], -εως, ἡ (φυλάσσω), φύλαξη, φρουρά, σε Ευρ.

Middle Liddell

φύλαξις, εως, φυλάσσω
a security, Eur.

Léxico de magia

protección φυλακτήριον τῆς πράξεως, ὃ δεῖ σε φορεῖν ἐπιβαλλόμενον πρὸς φύλαξίν σου ὅλου τοῦ σώματος amuleto de la práctica, que debes llevar encima para protección de todo tu cuerpo P IV 1072