φώκαινα: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], και γενική [[ονομασία]] τεσσάρων ειδών της οικογένειας τών δελφινιών, που διακρίνονται από τα κοινά δελφίνια [[χάρη]] στο πιο συμπαγές [[σώμα]], το μικρότερο [[μέγεθος]] και το αμβλύληκτο, [[χωρίς]] [[ρύγχος]], πρόσθιο [[άκρο]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φώκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ( | |mltxt=η, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], και γενική [[ονομασία]] τεσσάρων ειδών της οικογένειας τών δελφινιών, που διακρίνονται από τα κοινά δελφίνια [[χάρη]] στο πιο συμπαγές [[σώμα]], το μικρότερο [[μέγεθος]] και το αμβλύληκτο, [[χωρίς]] [[ρύγχος]], πρόσθιο [[άκρο]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φώκη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i> ([[πρβλ]]. [[σκόρπαινα]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 11 May 2023
English (LSJ)
ἡ, porpoise, Delphinus phocaena, Arist.HA566b9, 598b1.
German (Pape)
[Seite 1321] ἡ, wie φῶκος, ὁ, der Braunfisch, eine Wallfischart.
Russian (Dvoretsky)
φώκαινα: ἡ бурый дельфин (Delphinus phocaena) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φώκαινα: ἡ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν κητοειδῶν, εἶδος φώκης, «φώκαιναι, τρισυλλάβως· τὰς γὰρ φωκαίνας (Γαλλ. marsonin) Ἀριστοτέλης περὶ Ζῴων Ἱστ. Ϛ΄, 11 καὶ η΄, 15) συγκαταλέγει ταῖς φαλαίναις καὶ τοῖς δελφῖσι» Κοραῆς εἰς Ξενοκρ. σ. 108., κτλ., Delphinus phοcaena, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 12, 2., 8. 13, 7.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, και γενική ονομασία τεσσάρων ειδών της οικογένειας τών δελφινιών, που διακρίνονται από τα κοινά δελφίνια χάρη στο πιο συμπαγές σώμα, το μικρότερο μέγεθος και το αμβλύληκτο, χωρίς ρύγχος, πρόσθιο άκρο τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώκη + κατάλ. -αινα (πρβλ. σκόρπαινα)].