χοϊκός: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=χοικη χοικον ([[χοῦς]], [[which]] [[see]]), made of [[earth]], [[earthy]]: γυμνοί [[τούτους]] | |txtha=χοικη χοικον ([[χοῦς]], [[which]] [[see]]), made of [[earth]], [[earthy]]: γυμνοί [[τούτους]] τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; ([[Hippolytus]] haer. 10,9, p. 314,95).) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:40, 9 December 2022
English (LSJ)
ή, όν, (χοῦς B) A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673. II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.
German (Pape)
[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².
Russian (Dvoretsky)
χοϊκός: [χοος II] состоящий из земли или праха (ἄνθρωπος NT).
Greek (Liddell-Scott)
χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.
English (Strong)
from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.
English (Thayer)
χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ [χοῦς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
Greek Monotonic
χοϊκός: -ή, -όν (χοῦς Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το χώμα, σε Καινή Διαθήκη
Chinese
原文音譯:co?kÒj 何衣可士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:土的
字義溯源:屬土的,屬土,是屬土的,污穢的,世俗的,土作的;源自(χόος / χοῦς)=塵土),而 (χόος / χοῦς)出自(χειμών)=暴風雨), (χειμών)又出自(Χερούβ)X*=灌注,流出)
出現次數:總共(4);林前(4)
譯字彙編:
1) 屬土的(2) 林前15:48; 林前15:48;
2) 屬土(1) 林前15:49;
3) 是屬土的(1) 林前15:47