ἀδιόρθωτος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διορθόω]], cf. [[διορθωτής]].]<br />not corrected, not set [[right]], Dem.:—of books, unrevised, Cic. | |mdlsjtxt=[[διορθόω]], cf. [[διορθωτής]].]<br />not corrected, not set [[right]], Dem.:—of books, unrevised, Cic. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unordentlich]]</i>, [[neben]] ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4.36; <i>[[unverbesserlich]]</i>, Dion.Hal. 6.20; ἀδιόρθωτον [[ἐᾶν]], <i>[[unverbessert]]</i> [[lassen]], Strab.; bes. von Büchern: <i>[[unverbessert]]</i>, Sp., z.B. St.B. v. [[Γεδρωσία]].<br><span class="ggns">• Adv.</span>, DS | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1. II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
•de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
•no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
•de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
•neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
•irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: ἀ, διορθόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιόρθωτος:
1) не приведенный в порядок, неупорядоченный Dem.;
2) неисправимый Diog. L.;
3) непроверенный, неотредактированный Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.
Greek Monotonic
ἀδιόρθωτος: -ον (διορθόω), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. διορθωτής.
Middle Liddell
διορθόω, cf. διορθωτής.]
not corrected, not set right, Dem.:—of books, unrevised, Cic.
German (Pape)
unordentlich, neben ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4.36; unverbesserlich, Dion.Hal. 6.20; ἀδιόρθωτον ἐᾶν, unverbessert lassen, Strab.; bes. von Büchern: unverbessert, Sp., z.B. St.B. v. Γεδρωσία.
• Adv., DS