ἐνδυτός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | |mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[angezogen]], [[angetan]]</i>, bes. von [[schönen]] Kleidern und anderm [[Schmuck]]; φοινικόβαπτα ἐσθήματα Aesch. <i>Eum</i>. 982; στέμμασι Eur. <i>Ion</i> 224; <i>Tr</i>. 256; σαρκός, die Haut, <i>[[Bacch]]</i>. 746; sp.D.; τάπητος Antiphil. 6 (VI.250), [[wofür]] [[hernach]] [[χιτών]] steht; τοὔνδυτον Alexis Ath. XIII.568 (v. 14). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
όν, A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36. 2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14. II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐνδῠτός) -όν
• Alolema(s): ἔνδυτ- Herod.8.65
I 1cubierto de στέμμασί γ' ἐ. ref. ὀμφαλός del templo de Apolo, E.Io 224.
2 de ropa o complementos puesto, ceñido en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.Eu.1028, στέφεα E.Tr.257, στολαί Antiph.38.1
•ajustado σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.BI 5.233.
II subst. τὸ ἐνδυτόν prenda de vestir, vestido ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo E.Ba.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo E.IA 1073, cf. Call.Ap.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto E.HF 443, cf. IG 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), AP 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., SB 14203.3 (V/VI d.C.)
•fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel E.Ba.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra, AP 6.250 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
qu’on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῠτός:
1) одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);
2) надетый (ἐσθήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.
Greek Monolingual
-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).
Greek Monotonic
ἐνδῠτός: -όν,
I. 1. αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ἐνδυτόν (ενν. ἔσθημα), τό, ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, στον ίδ.· μεταφ., ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ.
II. ντυμένος, καλυμμένος με, στέμμασιν, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐνδῠτός, όν adj [from ἐνδύω
I. put on, Aesch., Eur.
2. ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a garment, dress, Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's skin, Eur.
II. clad in, covered with, στέμμασιν Eur.
German (Pape)
angezogen, angetan, bes. von schönen Kleidern und anderm Schmuck; φοινικόβαπτα ἐσθήματα Aesch. Eum. 982; στέμμασι Eur. Ion 224; Tr. 256; σαρκός, die Haut, Bacch. 746; sp.D.; τάπητος Antiphil. 6 (VI.250), wofür hernach χιτών steht; τοὔνδυτον Alexis Ath. XIII.568 (v. 14).