ἐπιπώρωσις: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />calus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πωρόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />][[calus]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πωρόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:30, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, A formation of a callus, -ωσιν ποιεῖσθαι Id.Art.14; -ώσιες ἄρθρων γίγνονται Aret.SD2.12. 2. callus, Placit.5.13.1 (pl.); of projections on renal stones, Aret.SD2.3.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, das Verhärten auf der Oberfläche, Hippocr. u. Sp.; = dem Vorigen, Medic.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
]calus.
Étymologie: ἐπί, πωρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπώρωσις: εως ἡ затвердение, огрубение (на коже), мозоль Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπώρωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς τύλου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791: ― τύλος, callus, Πλούτ. 2. 906F, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.
Greek Monolingual
ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) επιπωρούμαι
1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια
2. κάλος στο δέρμα
3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών.