ἐπιστορέννυμι: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert | |btext=<i>ao.</i> ἐπεστόρεσα;<br />étendre sur ; <i>Pass.</i> être couvert d'une housse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[στορέννυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:45, 4 October 2022
English (LSJ)
or (Hsch. s.v. ψιάθια) ἐπιστόρνυμι: fut. -στρώσω: aor. 1 -εστόρεσα or -έστρωσα: aor. Med. A -εστορέσαντο Nonn.D.24.334:—strew or spread upon, ἐστόρεσεν δ' ἐπὶ δέρμα upon the bed, Od. 14.50; ἱμάτιον ἐπὶ τὸ ξύλον Hp.Art.75; a barbarous fut., ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, only in Ps.-Luc.Philopatr.24. 2. saddle, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον J.AJ8.9.1; [ἡ κάμηλος] ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 985] (s. στορέννυμι, darüber breiten, in tmesi, Od. 4, 50 u. sp. D., wie Nonn. D. 1, 51.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπεστόρεσα;
étendre sur ; Pass. être couvert d'une housse.
Étymologie: ἐπί, στορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστορέννῡμι:
1) (на чем-л.) расстилать (δέρμα αἰγός Hom. - in tmesi);
2) покрывать (ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστορέννῡμι: ἢ (παρ’ Ἡσύχ.) -στόρνῡμι: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. α΄ -εστόρεσα ἢ -έστρωσα: μέσ. ἀόρ. -εστορέσαντο Νόνν. 24. 334. ― Στρώνω τι ἐπάνω εἴς τι, ἐπιστρώνω, ἐστόρεσεν δ’ ἐπὶ δέρμα, ἐπὶ τῆς κλίνης, Ὀδ. Ξ. 50· χιτῶνας ἐπὶ τὸν στῦλον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 836: ― βάρβαρός τις μέλλ. ἐπιστρωννύσω τῇ γῇ νιφετόν, μόνον παρὰ τῷ Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτρ. 24. 2) ἐπισάττω, ἐπιστρῶσαι τὸν ὄνον Ἱωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 9, 1· ἡ κάμηλος ἁλουργίδι ἐπέστρωτο Λουκ. Προμ. 4.
Greek Monolingual
ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α)
1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» — έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.)
2. σαμαρώνω
(«κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»].
Greek Monotonic
ἐπιστορέννῡμι: μέλ. -στρώσω, αόρ. αʹ -εστόρεσα ή -έστρωσα·
1. στρώνω ή επιστρώνω, σε Ομήρ. Οδ.
2. σελώνω, σαμαρώνω, φορτώνω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. -στρώσω aor1 -εστόρεσα or -έστρωσα
1. to strew or spread upon, Od.
2. to saddle, Luc.