ἑλώδης: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑλώδης:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἑλώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[болотистый]] (τόποι Arst., Plut.): τὰ ἑλώδη Arst. = ἑλώδεις τόποι;<br /><b class="num">2</b> [[живущий в болотистых местах]], [[болотный]] ([[ζῷον]] Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:30, 25 November 2022
English (LSJ)
ες, A marshy, fenny, ὕδατα Hp.Aër.1; χωρίον Th.7.47, cf. Arist.HA596b3, Onos.8.2 (v.l.); τὰ ἑ. Arist.Pr.910a4. II frequenting marshes, of the elephant, Id.PA659a2. III bred in marshes, πυρετός Gal.17(1).889.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [gen. -εος Orac.Sib.11.243, plu. nom.-ac. neutr. -εα Hp.Aër.7, gen. -εων Hp.Hum.12]
1 pantanoso, cenagoso χώρη Hp.Aër.15, cf. Arist.Pr.926b13, Plu.Luc.32, Heph.Astr.1.21.34, χωρίον Th.7.47, Hp.Vict.2.38, Arist.HA 596b3, Onas.8.2, Polyaen.2.30.3, Str.8.5.2, Gal.13.44, Aret.SD 1.14.5, τόπος Arist.Mete.352a3, Thphr.CP 2.7.1, Plb.3.80.1, D.S.1.31, Dsc.2.95, Plu.Cim.13, Aristid.Quint.59.12, Eutecnius Th.Par.7.9, πεδίον Arist.Pr.926b4, App.BC 3.66, ἔδαφος Str.12.2.7, Αἴγυπτος Orac.Sib.11.243, γῆ Hdn.Gr.1.130, D.C.62.2.3, ἰσθμός D.C.43.7.2, νῆσοι Ptol.Geog.5.11.6, ὕδατα Hp.Aër.1, 7, λίμνη D.S.3.23, Str.1.3.4, Ptol.Geog.1.17.4, Paus.1.32.7, cf. D.H.1.20, ποταμός Clem.Al.Strom.1.23.151, Orib.Eup.1.32.3, Gp.5.5.2
•subst. τὸ ἑλῶδες lugar pantanoso, ciénaga Hp.Aër.13, Arist.Pr.910a4, Thphr.HP 4.9.1, Str.7.1.4, Plu.2.951f.
2 característico o propio de zonas pantanosas ὀδμαί Hp.Hum.12, cf. Ps.Democr.B 300.11, Synes.Ep.114, πυρετός Gal.17(1).889, cf. Orib.1.2.9, ὑγρότης Olymp.in Mete.111.20, τροφή Steph.in Gal.Glauc.143
•propio del agua pantanosa τῆς ἑλώδους παχύτητος ἔχει τὸ νᾶμα λεπτότερον I.BI 3.507
•subst. τὸ ἑλῶδες lo pantanoso, la humedad excesiva τὸ ἑ. τῆς Ἄλτεως Paus.5.11.10.
3 que habita en zonas pantanosas de anim. ὁ ἐλέφας Arist.PA 659a2.
German (Pape)
[Seite 803] ες, sumpfig; τόποι Arist. H. A. 6, 8; Plut. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἑλώδης:
1 болотистый (τόποι Arst., Plut.): τὰ ἑλώδη Arst. = ἑλώδεις τόποι;
2 живущий в болотистых местах, болотный (ζῷον Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλώδης: -ες, βαλτώδης, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10. 5· τὰ ἑλ. ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 18, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἕλη, περὶ τοῦ ἐλέφαντος, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 3.
Greek Monolingual
-ες (AM ἑλώδης, -ες)
1. ο γεμάτος έλη
2. αυτός που προκαλείται από το έλος («ελώδης πυρετός»)
νεοελλ.
1. ελόβιος
2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες
έλος, βαλτότοπος.