ἔφυδρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔφυδρος:''' ион. [[ἔπυδρος]] 2<br /><b class="num">1)</b> [[влажный]], [[несущий влагу]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[влажный]], [[сырой]] (τόποι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[орошаемый]] (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).
|elrutext='''ἔφυδρος:''' ион. [[ἔπυδρος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[влажный]], [[несущий влагу]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[влажный]], [[сырой]] (τόποι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[орошаемый]] (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφυδρος Medium diacritics: ἔφυδρος Low diacritics: έφυδρος Capitals: ΕΦΥΔΡΟΣ
Transliteration A: éphydros Transliteration B: ephydros Transliteration C: efydros Beta Code: e)/fudros

English (LSJ)

Ion. ἔπ-, ον, (ὕδωρ) A moist, rainy, of the west wind, Od.14.458; ἡμέρα Aristid.Or.48 (24).50. 2 abounding in water, [γῆ] ἔπυδρος πίδαξι Hdt.4.198, cf. Hp.Aër.1, Arist.Mete.347a31, Dsc.1.15. 3 living on the water, νῆτται Philostr.Im.1.9 (cf. ἐπίϋδρος).

German (Pape)

[Seite 1123] ion. ἔπυδρος, feucht, naß, ζέφυρος Od. 14, 458; γῆ ἔπυδρος πίδαξι Her. 4, 198; so bes. von Oertern auch τὰ ἔφυδρα allein, Theophr.; – wassersüchtig, Hippocr. – Sp. auch = an, bei dem Wasser, Philostr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui apporte la pluie ou l'humidité (vent d'ouest);
2 abondant en eau ou en sources.
Étymologie: ἐπί, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔφυδρος: ион. ἔπυδρος 2
1 влажный, несущий влагу (Ζέφυρος Hom.);
2 влажный, сырой (τόποι Arst.);
3 орошаемый (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔφυδρος: Ἰων. ἔπυδρος, ον, (ὕδωρ) ὑγρός, βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) ὑδρωπικός, Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, νῆττα Φιλόστρ. 776.

English (Autenrieth)

(ὕδωρ): wet, rainy, Od. 14.458†.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].

Greek Monotonic

ἔφυδρος: Ιων. ἔπ-, -ον (ὕδωρ),·
1. υγρός, νοτερός, βροχερός, λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
2. ο καλά αρδευόμενος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὕδωρ
1. wet, moist, rainy, of the west wind, Od.
2. well-watered, Hdt.