ὀνείδειος: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀνείδειος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὀνείδειος:'''<br /><b class="num">1</b> [[бранный]], [[ругательный]] (ἔπεα, [[μῦθος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[постыдный]], [[позорящий]] ([[ψωμός]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:40, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc.; once in Od., 18.326; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).
German (Pape)
[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνείδειος:
1 бранный, ругательный (ἔπεα, μῦθος Hom.);
2 постыдный, позорящий (ψωμός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.
English (Autenrieth)
(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.
Greek Monolingual
ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδ-ειος)].
Greek Monotonic
ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὀνείδειος, ον, ὄνειδος
1. reproachful, Hom.
2. dishonourable, Anth.