ὀμβροκτύπος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]], [[κτυπέω]]. | |btext=ος, ον :<br />][[qui frappe avec la pluie]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]], [[κτυπέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:50, 8 January 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον, sounding with rain, ζάλη A.Ag.656.
German (Pape)
[Seite 330] mit Regen schlagend, ζάλη, Aesch. Ag. 642.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]qui frappe avec la pluie.
Étymologie: ὄμβρος, κτυπέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀμβροκτύπος: (ῠ) хлещущий дождем (ζάλη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, ὁ κτυπῶν ἢ ἠχῶν ἐκ τῆς βροχῆς, ζάλη Αἰσχύλ. Ἀγ. 656.
Greek Monolingual
ὀμβροκτύπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ' ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος.
Greek Monotonic
ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που ηχεί εξαιτίας της βροχής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὀμβρο-κτῠ́πος, ον,
sounding with rain, Aesch.