ὁδόω: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁδόω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ὁδόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[направлять]] (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[наставлять]], [[учить]] (τινα φρονεῖν Aesch.): [[ἀπό]] τινος [[χρηστῶς]] ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:45, 25 November 2022
English (LSJ)
lead by the right way, οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα A.Pr.813; δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς ib.498 : c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Id.Ag.176 (lyr.); of things, direct, ordain, E.Ion1050 (lyr.):—Pass., to be on the right way, τὰ ἀπ' ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Hdt.4.139.
German (Pape)
[Seite 294] den Weg zeigen, führen; οὗτός σ' ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα, Aesch. Prom. 815; δυστέκμαρτον εἰς τέχνην ὥδωσα βροτούς, 496, vgl. Ag. 169; übertr., ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα, Eur. Ion 1050; übh. leiten, τὰ ἀπ' ὑμέων ὑμῖν χρηστῶς ὁδοῦται, Her. 4, 139. – Nach Hesych. im med. auch = πορεύομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre dans le bon chemin ; guider τινα ἔς τι, qqn dans un art ; φρονεῖν βρότους ESCHL apprendre aux mortels à réfléchir;
Moy. ὁδόομαι, ὁδοῦμαι se mettre en route.
Étymologie: ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ὁδόω:
1 направлять (нужным путем), вести (τινα ἐς χθόνα Aesch.);
2 наставлять, учить (τινα φρονεῖν Aesch.): ἀπό τινος χρηστῶς ὁδοῦσθαι Her. быть хорошо руководимым кем-л., получать от кого-л. правильные советы.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδόω: (ὁδός)· ― ὁδηγῶ διὰ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, οὗτός σ’ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 813· δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητοὺς αὐτόθι 498· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Πέρσ. 658· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, ὅστις ἔθηκε τοὺς θνητοὺς εἰς τὴν ὁδὸν τῆς φρονήσεως, τῆς σοφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 176· ἐπὶ πραγμάτων, διατάττω, διευθύνω, Εὐρ. Ἴων 1050. ― Παθ., εἶμαι ἐπὶ τῆς προσηκούσης ὁδοῦ, τὰ ἀφ’ ὑμέων χρηστῶς ὁδοῦται Ἡρόδ. 4. 139· ἀκριβῶς ὡς τὸ εὐοδοῦσθαι ἐν 6. 73.
Greek Monotonic
ὁδόω: μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ὤδωσα (ὁδός), οδηγώ μέσω του σωστού δρόμου, σε Αισχύλ.· με απαρ., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα, αυτός που εισήγαγε τους θνητούς στον δρόμο της σοφίας, στον ίδ.· λέγεται για πράγματα, διευθύνω, διατάζω, σε Ευρ.· Παθ., βρίσκομαι στο σωστό δρόμο, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁδόω, ὁδός
to lead by the right way, Aesch.; c. inf., τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα who put mortals on the way to wisdom, Aesch.: of things, to direct, ordain, Eur.:—Pass. to be on the right way, be conducted, Hdt.