ὑποκαθαίρω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=purger par le bas.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]]. | |btext=[[purger par le bas]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[καθαίρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:05, 8 January 2023
English (LSJ)
purge downwards, τὴν κοιλίην Hp.Aph.7.68, cf. Thphr.HP7.12.3, Plu.2.127c, Gal.6.248.
German (Pape)
[Seite 1218] von unten reinigen, abführen; Plut. de sanit. tu. p. 384; Medic.
French (Bailly abrégé)
purger par le bas.
Étymologie: ὑπό, καθαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκαθαίρω: прочищать (τὸ σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκᾰθαίρω: διὰ καθαρτικοῦ κενώνω κάτωθεν, ὑποκαθῆραι τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφορισμ. 1261, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 3, Πλούτ. 2. 127C, Γαλην. τ. 6, σ. 248, 4. ΙΙ. διὰ καθάρσεως ἐκβάλλω, τὴν κόπρον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 888Α.
Greek Monolingual
ὑποκαθαίρω ΝΑ
ιατρ. καθαρίζω τον εντερικό σωλήνα με καθαρτικό, προκαλώ κενώσεις με χρήση καθαρτικών ή με άλλο τρόπο
αρχ.
εκβάλλω, αποβάλλω με κάθαρση («ὑποκαθαίρει τὴν κόπρον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καθαίρω «καθαρίζω»].