prudente: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(CSV import) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[δαΐφρων]], [[ | |sltx=[[αἴσιμος]], [[ἀριφραδής]], [[ἀρίφρων]], [[ἀσφαλής]], [[γιγνώσκων]], [[δαΐφρων]], [[ἔμπειρος]], [[ἔμφρενος]], [[ἐμφρόνιμος]], [[ἔμφρων]], [[ἐπιλογιστικός]], [[ἐπιστήμων]], [[ἐπίφρων]], [[εὔβουλος]], [[εὐγνώμων]], [[εὐλόγιστος]], [[εὔμητις]], [[εὐπρόσκοπος]], [[εὐφρονέων]], [[ἐχέφρων]], [[κεδνός]], [[νηφάλιος]], [[νοήμων]], [[ὀρθόβουλος]], [[περιεσκεμμένος]], [[πευκάλιμος]], [[πινυτός]], [[πινυτόφρων]], [[πολύφρων]], [[προμαθής]], [[προμηθές]], [[προμηθεύς]], [[προμηθής]], [[προνοητικός]], [[πρόνοος]], [[σαόφρων]], [[σοφιστής]], [[σοφός]], [[σώφρων]], [[φρόνιμος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:09, 3 March 2023
Spanish > Greek
αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος