σινίον: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά [[σήθω]] (=[[κοσκινίζω]]), σάω (=[[κοσκινίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σινιάζω]] (=[[κοσκινίζω]]), [[σινίασμα]] (=τό ἄχυρο). | |mantxt=τό (=[[κόσκινο]]). Ἀμφίβολη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά [[σήθω]] (=[[κοσκινίζω]]), σάω (=[[κοσκινίζω]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[σινιάζω]] (=[[κοσκινίζω]]), [[σινίασμα]] (=τό ἄχυρο). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 November 2022
English (LSJ)
(parox.), τό, late word for sieve, Id. (cf. σεννίον).
German (Pape)
[Seite 883] τό, das Sieb, mit allen seinen Ableitungen ein spätes Wort, von dem schwerlich vor dem N. T. eine Spur vorhanden ist.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crible.
Étymologie: σίνος.
Greek (Liddell-Scott)
σινίον: τό, λέξις μεταγενεστ. σημαίνουσα κόσκινον· οὕτω σινιαστήριον, τό, Ἡσύχ., σινίατρον, Συντίπας παρὰ τῷ Δουκάγγ.· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 131.
Greek Monolingual
και σεννίον, τὸ, ΜΑ
το κόσκινο, η κρησάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εξαιρετικά αμφίβολη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. σήθω «κοσκινίζω»].
Greek Monotonic
σινίον: τό, κόσκινο (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: κόσκινον H.
Other forms: = σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?
Derivatives: Aor. σινιάσαι to sift, to sieve (Ev. Luc. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., gloss.) with σινί-ασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (gloss.), -ατήριον κόσκινον H. Also σείνιος τόπος sieving, winnowing area (pap. IVp) ?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Isolated. Connection with σήθω, σάω, διαττάω (s. vv.) seems impossible (unless itacistic for *σηνίον with G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.). -- The variation seems to point to a Pre-Greek word; Furnée 357.
Middle Liddell
σινίον, ου, τό,
a sieve. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σινίον: {siníon}
Meaning: κόσκινον H. (= σεννίον PRyl. 139, 9 Ip?).
Derivative: Davon Aor. σινιάσαι sieben, sichten (Ev. Luk. 22, 31, H., Phot., EM, Suid., Gloss.) mit σινίασμα n. = ῥυπαρία τοῦ σίτου (Gloss.), *ατήριον· κόσκινον H. Auch σείνιος τόπος ‘Sieb-, Worfelraum' (Pap. IVp) ?
Etymology: Isoliert. Verbindung mit σήθω, σάω, διαττάω (s. dd.) scheint nicht möglich (wenn nicht itazistisch für *σηνίον mit G. Meyer Alban. Stud. 3, 42 f.).
Page 2,708
Mantoulidis Etymological
τό (=κόσκινο). Ἀμφίβολη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως εἶναι συγγενικό μέ τά σήθω (=κοσκινίζω), σάω (=κοσκινίζω).
Παράγωγα: σινιάζω (=κοσκινίζω), σινίασμα (=τό ἄχυρο).