ὀξυδερκής: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a le regard perçant.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[δέρκομαι]].
|btext=ής, ές :<br />][[qui a le regard perçant]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[δέρκομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυδερκής Medium diacritics: ὀξυδερκής Low diacritics: οξυδερκής Capitals: ΟΞΥΔΕΡΚΗΣ
Transliteration A: oxyderkḗs Transliteration B: oxyderkēs Transliteration C: oksyderkis Beta Code: o)cuderkh/s

English (LSJ)

ές, A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al. : Comp. -έστερος Id.Vit.Auct.26, Hegesand.9; ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10 : Sup. -έστατος Hdt.2.68, Arist.Mir.834b28. Adv. -κῶς Ph.1.590 : Comp. -έστερον ib.229. II Act., promoting quickness of sight, ὕδωρ Diocl.Fr.128, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.

German (Pape)

[Seite 352] ές, scharfsehend, scharfsichtig; ὀξυδερκέστατος, Her. 2, 68; ὀξυδερκέστερος τὴν ψυχὴν γενόμενος, Luc. Nigr. 4, vgl. Vit. auct. 26; Tim. 25 u. öfter; Lob. Phryn. 576.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
]qui a le regard perçant.
Étymologie: ὀξύς, δέρκομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠδερκής: обладающий острым зрением, зоркий Her., Arst., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠδερκής: -ές, ὁ ἔχων ὀξεῖαν ἢ ταχεῖαν ὅρασιν, -έστερος Λουκ. Βίων Πρᾶσις 26, Ἀθήν. 250Ε· -έστατος Ἡρόδ. 2. 68, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 58. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ παρέχων ὀξυδέρκειαν, ὀξύτητα, ὕδωρ Διοκλ. παρ᾿ Ἀθην. 46D, Διοσκ. 5. 6.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, -ές)
αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά
νεοελλ.
αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές
η οξυδέρκεια
αρχ.
αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές ὕδωρ», Διοκλ.).
επίρρ...
ὀξυδερκῶς (Α)
με οξυδέρκεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. πολυ-δερκής].

Greek Monotonic

ὀξῠδερκής: -ές (δέρκομαι), αυτός που έχει εξαιρετική όραση ή περιφέρει γρήγορα τη ματιά του, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

ὀξῠ-δερκής, ές δέρκομαι
quick-sighted, Hdt., Luc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀξύς.