ἡλιαία: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ἡ (=τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἀθηναίων). Ἀπό τό: [[ἁλής]] (=[[ἀθρόος]])-[[ἁλία]] (=συνάθροιση) τῆς ρίζας αλπού εἶναι συγγενική μέ τή ρίζα ϝελ- τοῦ [[εἴλω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἁλίζω]] καί στό [[εἴλω]]. Παράγωγα τοῦ [[ἡλιαία]]: [[ἡλιάζομαι]] (=εἶμαι Ἡλιαστής), [[ἡλίασις]] (=τό [[δικαίωμα]] νά δικάζει κανείς στήν [[Ἡλιαία]]), [[ἡλιαστής]], [[ἡλιαστικός]].
|mantxt=ἡ (=τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἀθηναίων). Ἀπό τό: [[ἁλής]] (=[[ἀθρόος]])-[[ἁλία]] (=[[συνάθροιση]]) τῆς ρίζας αλπού εἶναι συγγενική μέ τή ρίζα ϝελ- τοῦ [[εἴλω]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἁλίζω]] καί στό [[εἴλω]]. Παράγωγα τοῦ [[ἡλιαία]]: [[ἡλιάζομαι]] (=εἶμαι Ἡλιαστής), [[ἡλίασις]] (=τό [[δικαίωμα]] νά δικάζει κανείς στήν [[Ἡλιαία]]), [[ἡλιαστής]], [[ἡλιαστικός]].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιαία Medium diacritics: ἡλιαία Low diacritics: ηλιαία Capitals: ΗΛΙΑΙΑ
Transliteration A: hēliaía Transliteration B: hēliaia Transliteration C: iliaia Beta Code: h(liai/a

English (LSJ)

ἡ, at Athens, A public place or hall, in which the chief law-court was held, ἐν ἡλιαίᾳ Ar.Eq.897; ἀναβὰς εἰς τὴν ἡ. τὴν τῶν θεσμοθετῶν prob. in Antipho 6.21, cf. IG12.39.75,63.14. 2 Ἡλιαία, supreme court at Athens, Lex Solonis ap. Lys.10.16, Lex ap.D.21.47, Paus.1.28.8, etc. II = ἁλία (A) (q.v.). III ἡλιαίη, = ἀλέα (B), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1160] ἡ, in Athen die Halle, der öffentliche Ort, wo das höchste Gericht über Staatsverbrechen, das aus 500, hernach aus 1000 u. 1500 Richtern bestand, seine Versammlungen u. Sitzungen hielt; auch das Gericht selbst; es ist dabei nicht an den sonnigen Ort zu denken, worauf das Wortspiel Ar. Vesp. 772 (s. ἡλιάζω) führen könnte, sondern an ἁλής, ἁλίζομαι, der Versammlungsort, vgl. Harpocr. u. B. A. 310; Lys. 10, 16 u. a. Redner. S. Hermann griech. Staatsalterth. §. 134 u. Jo. Theod. Vömel de Heliaea, Frankfurt 1820.

Russian (Dvoretsky)

ἡλιαία:гелиея, суд гелиастов (суд присяжных в Афинах в составе 6000 человек; гелиасты ежегодно переизбирались из числа афинян, достигших 30-летнего возраста, по 600 от каждой из 10 фил; ἡ. делилась на 10 секций по 500 человек в каждой; 1000 членов ее оставлялись вне этого распределения, в качестве резерва) Lys., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιαία: ἡ, ἐν Ἀθήναις, δημόσιος τόπος, ἐν ᾧ συνήδρευε τὸ μέγιστον δικαστήριον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 897∙ πρβλ. ἡλιάζομαι. 2) τὸ ἀνώτατον δικαστήριον, ἐν ᾧ ἐδικάζοντο πᾶσαι αἱ ὑποθέσεις αἱ ὑποκείμεναι εἰς δημοσίαν καταγγελίαν (γραφήν), οἷονὕβρις, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 19. - Ὁ κανονικὸς ἀριθμὸς τῶν Ἡλιαστῶν ἦτο 6000, κατ΄ ἔτος ἐκλεγόμενοι διὰ κλήρου ἐκ τῶν πολιτῶν τῶν ὑπὲρ τὰ 30 ἔτη γεγονότων. Τὸ ὅλον σωματεῖον ὑποδιῃρέθη εἰς 10 τμήματα ἐκ 500 ἕκαστον (ὑπολειπομένων 1000 πρὸς ἀναπλήρωσιν) καὶ ἕκαστος Ἡλιαστὴς ἐλάμβανε μισθὸν τριώβολον ἑκάστην ἡμέραν. ΙΙ. = ἁλία, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἡλιαία και ιων. τ. ἡλιαίη, ἡ (Α)
1. δημόσιος τόπος στην Αθήνα όπου συνεδρίαζε το ανώτατο ορκωτό δικαστήριο
2. το ανώτατο λαϊκό δικαστήριο στην Αθήνα
3. αλία(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλής].
Ἡλιαῖα, τά (Α)
εορτή του ήλιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλιος + κατάλ. -αία, κατά τα Παναθήναια, Λήναια].

Greek Monotonic

ἡλιαία: ἡ,
1. στην Αθήνα, δημόσιος χώρος στον οποίο συγκαλούνταν το ανώτατο δικαστήριο, σε Αριστοφ.
2. το ανώτατο δικαστήριο, σε Νόμ. παρά Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: supreme court at Athens
See also: s. ἁλής.

Middle Liddell

ἡλιαία, ἡ,
1. at Athens, a public place or hall, in which the chief law-court was held, Ar.
2. the supreme court, ap. Dem.

Frisk Etymology German

ἡλιαία: {hēliaía}
Grammar: f.
Meaning: ‘Versammlung (der Richter), Volksgericht, Gerichtshof’
See also: s. ἁλής.
Page 1,630

Mantoulidis Etymological

ἡ (=τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἀθηναίων). Ἀπό τό: ἁλής (=ἀθρόος)-ἁλία (=συνάθροιση) τῆς ρίζας αλπού εἶναι συγγενική μέ τή ρίζα ϝελ- τοῦ εἴλω. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα ἁλίζω καί στό εἴλω. Παράγωγα τοῦ ἡλιαία: ἡλιάζομαι (=εἶμαι Ἡλιαστής), ἡλίασις (=τό δικαίωμα νά δικάζει κανείς στήν Ἡλιαία), ἡλιαστής, ἡλιαστικός.