καθυστερέω: Difference between revisions
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰθυστερέω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κᾰθυστερέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[отставать]] (τῆς ἐκτάξεως Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[опаздывать]] (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.): οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. не подоспевшие к распределению наделов; θανάτου οὐ κ. Luc. не быть пощаженным смертью. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:25, 25 November 2022
English (LSJ)
A fall behind, κ. πολὺ τῇ διώξει Plu.Crass.29: metaph., fall short, τῇ φύσει Plb.23.7.5. 2 of time, κ. τῆς ἑορτῆς come too late for…, PSI6.607.7(iii B.C.); κ. τῆς καταστάσεως τῶν ὑπάτων Plb. 11.33.8; πάντων Id.5.17.7; τῆς ἐκτάξεως Id.10.39.5, cf. D.S.5.53, Str.14.2.5: c. acc., ἀπαρχὰς ἅλωνος οὐ -ήσεις shalt not be slow to offer, LXX Ex.22.29(28): abs., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει Men.Mon. 396; delay, Plb.5.16.5; of growing plants, to be later, Thphr.CP1.17.2. 3 fare badly, ἐν αἷς (sc. πρεσβείαις) ἐν οὐδενὶ καθυστέρησεν ὁ δῆμος OGI339.22 (Sestos, ii B.C.): c. gen., come short of, πάσης τροφῆς LXX Si.37.20; lack, ἀγαθοῦ νοῦ Phld.Rh.2.61 S.; δικαίου μηθενὸς κ. SIG568.13 (Halasarna, iii B. C.); fail in, πράξεων Ph.Bel.103.11. 4 c. dupl. gen., fail a person in, ἐλιπάρεον [τὸν Ἀσκληπιὸν] μὴ -έειν μου τῆς θεραπείης Hp.Ep.15. 5 to be kept waiting for a thing, c. gen., ἐντονίων Ph.Bel.58.3; θανάτου Ps.-Luc.Philopatr. 16.
German (Pape)
[Seite 1290] zu spät kommen, hinter Einem zurückbleiben, -stehen; absolut, Pol. 5, 16, 5 u. öfter; τινός, 5, 50, 2; τὴν πόλιν τῶν χρειῶν μὴ καθυστερεῖν Strab. XIV, 653; περὶ τἄλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῇ φύσει καὶ τῇ κατασκευῇ Pol. 24, 7, 5, vgl. 29, 3, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir à la suite, être en retard ou en arrière de, gén. ; θανάτου οὐ καθ. LUC ne pas rester longtemps en arrière de la mort, n’être pas longtemps épargné par la mort ; avec un dat. : καθ. τῇ διώξει PLUT être en arrière pour la poursuite.
Étymologie: κατά, ὑστερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-υστερέω achterop raken; moeten wachten op, met gen.: οὐ καθυστερεῖν θανάτου niet behoeven te wachten op de dood [Luc.] 82.16.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθυστερέω:
1 отставать (τῆς ἐκτάξεως Polyb.);
2 опаздывать (τῆς καταστάσεως Polyb.; τῇ διώξει Plut.): οἱ καθυστερήσαντες τῆς κληροδοσίας Diod. не подоспевшие к распределению наделов; θανάτου οὐ κ. Luc. не быть пощаженным смертью.
Greek Monotonic
καθυστερέω: μέλ. -ήσω, μένω πίσω, καθυστερώ, σε Πλούτ.· απόλ., σε Μένανδρ.
Greek (Liddell-Scott)
καθυστερέω: μένω ὀπίσω, καθυστερῶ, μετὰ γεν. προσώπ. καὶ πράγματ., καθ. τινος τῆς θεραπηΐης Ἱππ. 1277. 45· ὡσαύτως μετὰ δοτ.· πράγμ., Πολύβ. 24. 7, 5, κτλ.· μετὰ δοτ. τρόπου, καθ. πολὺ τῇ διώξει Πλουτ. Κράσσ. 29· οὕτω μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις, δὲν θὰ παραλίπῃς νὰ προσενέγκῃς αὐτὰς εἰς ἐμέ, Ἑβδ. (Ἔξ. ΚΒ΄, 29). 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, σπεύδων δὲ μὴ καθυστερεῖν τῆς ἐν Ρώμῃ καταστάσεως τῶν ὑπάτων, σπεύδων δὲ ἵνα μὴ φθάσῃ ἀργὰ διὰ τὴν ἐγκατάστασιν τῶν ὑπάτων, Πολύβ. 11. 33. 8· ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων ὁ αὐτ. 5. 17, 7· τῆς ἐκτάξεως ὁ αὐτ. 10. 39, 5, πρβλ. Διόδ. 5. 53, Στράβ. 653· καθυστερῶ θανάτου, δὲν ἀποθνήσκω, Ψευδο-Λουκ. ἐν Φιλοπάτριδι 16· καθ. πάσης τροφῆς, στερεῖσθαι, Ἑβδ. (Σειράχ, ΛΖ΄, 20). 3) ἀπολ., ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει, μὴ μένε ὀπίσω, Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 396, πρβλ. Πολύβ. 5. 16, 5, κ. ἀλλ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to come far behind, Plut.: absol. to be behind-hand, Menand.