πτερνίζω: Difference between revisions
mNo edit summary |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[πτέρνη]] / [[πτέρνα | |mltxt=ΝΜΑ [[πτέρνη]] / [[πτέρνα]]<br />[[χτυπώ]] με τη [[φτέρνα]], [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] [[άλογο]] με τον [[πτερνιστήρα]], [[σπιρουνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]], [[κεντρίζω]] κάποιον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[παλεύω]] και, τελικά, [[κατανικώ]] την [[κακία]], τα [[πάθη]] και γενικά τον Σατανά («υἱοὶ δὲ Ἰακώβ... οἱ τῆς κακίας πτερνίσαντες τὴν ἐνέργειαν», Κλήμ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[επισκευάζω]] παλιό [[παπούτσι]] με την [[τοποθέτηση]] καινούργιας σόλας. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:47, 10 January 2023
English (LSJ)
fut. A -ιῶ LXX Je.9.4(3): pf. ἐπτέρνικα ib.Ge.27.36:— strike with the heel, Hippiatr.40, Suid. 2 trip up, supplant, LXX Ge.27.36, Ph.1.125. II heel an old shoe, Com.Adesp.46.
German (Pape)
[Seite 808] 1) mit der Ferse schlagen, mit dem an der Ferse befestigten Sporn stoßen, spornen, Suid. – 2) Einem den Fuß unterschlagen, übertr., betrügen, überlisten, LXX. u. VLL., die es auch durch ἀπατάω erklären. – 3) einen alten Schuh verflecken od. versohlen, neben ἐπικαττύειν Phryn. in B. A. 39.
Greek (Liddell-Scott)
πτερνίζω: κτυπῶ διὰ τῆς πτέρνης, λακτίζω, Ἱππιατρ., Σουΐδ., 36, κτλ.), Φίλων 1. 125. ΙΙ. ἐπισκευάζω παλαιὸν ὑπόδημα διὰ νέου πέλματος, «λέγουσι δὲ ἐπὶ τῶν τὰ παλαιὰ τῶν στρωμάτων μεταποιούντων καὶ μεταρραπτόντων» Α. Β. 39.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πτέρνη / πτέρνα
χτυπώ με τη φτέρνα, λακτίζω, κλοτσώ
νεοελλ.
1. χτυπώ άλογο με τον πτερνιστήρα, σπιρουνίζω
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, κεντρίζω κάποιον
μσν.-αρχ.
μτφ. παλεύω και, τελικά, κατανικώ την κακία, τα πάθη και γενικά τον Σατανά («υἱοὶ δὲ Ἰακώβ... οἱ τῆς κακίας πτερνίσαντες τὴν ἐνέργειαν», Κλήμ.)
αρχ.
1. εξαπατώ
2. επισκευάζω παλιό παπούτσι με την τοποθέτηση καινούργιας σόλας.