κυπαρίσσινος: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κῠπᾰρίσσῐνος:''' атт. κῠπᾰρίττῐνος 3<br /><b class="num">1)</b> [[кипарисовый]] (σταθμοί Hom.; [[μέλαθρον]] Pind.; [[ξόανον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[вырезанный на кипарисовом дереве]] (μνῆμαι Plat.).
|elrutext='''κῠπᾰρίσσῐνος:''' атт. κῠπᾰρίττῐνος 3<br /><b class="num">1</b> [[кипарисовый]] (σταθμοί Hom.; [[μέλαθρον]] Pind.; [[ξόανον]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вырезанный на кипарисовом дереве]] (μνῆμαι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰρίσσῐνος Medium diacritics: κυπαρίσσινος Low diacritics: κυπαρίσσινος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΝΟΣ
Transliteration A: kyparíssinos Transliteration B: kyparissinos Transliteration C: kyparissinos Beta Code: kupari/ssinos

English (LSJ)

Att. κυπαρίττινος, η, ον, of cypress wood, σταθμός Od.17.340; μέλαθρον Pi. P.5.39; λάρνακες Th.2.34; μνῆμαι Pl.Lg.741c; ξυλεία Plb.10.27.10; also, made from the cypress or drawn from the cypress, κυπαρίσσινος οἶνος Dsc.5.36; ῥητίνη Gal. 13.589.

German (Pape)

[Seite 1534] att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταθμός Od. 17, 340; μέλαθρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
att. κυπαρίττινος;
de cyprès.
Étymologie: κυπάρισσος.

Russian (Dvoretsky)

κῠπᾰρίσσῐνος: атт. κῠπᾰρίττῐνος 3
1 кипарисовый (σταθμοί Hom.; μέλαθρον Pind.; ξόανον Plut.);
2 вырезанный на кипарисовом дереве (μνῆμαι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠπᾰρίσσῐνος: Ἀττ. -ίττῐνος, η, ον, ἐκ ξύλου κυπαρίσσου, σταθμοὶ Ὀδ. Ρ. 340· μέλαθρον Πινδ. Π. 5. 51· λάρναξ Θουκ. 2. 34.

English (Autenrieth)

of cypress wood, Od. 17.340†.

English (Slater)

κῠπᾰρίσσῐνος of cypress wood σφ (i. e. votive offerings) ἔχει κυπαρίσσινον μέ- λαθρον ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο μονόδροπον φυτόν (P. 5.39)

Spanish

de ciprés

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κυπαρίσσινος, -ίνη, -ον, Α αττ. τ. κυπαρίττινος, -ίνη, -ον)
κυπάρισσος
κυπαρισσένιος («λάρνακας κυπαρισσίνας», Θουκ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει σε κυπαρίσσι ή εξάγεται από κυπαρίσσι («κυπαρισσίνη ρητίνη», Γαλ.)
αρχ.
(για ποτό) αυτό που έχει γίνει με κυπαρισσόμηλα ή με ρητίνη από κυπαρίσσι.

Greek Monotonic

κῠπᾰρίσσῐνος: Αττ. -ίττῐνος, , -ον, από ξύλο κυπαρισσιού, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.

Middle Liddell


of cypress-wood, Od., Thuc. [from κῠπάρισσος]

English (Woodhouse)

of cypress

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον de ciprés ref. a leños para una ofrenda ἀναπήξας μέσον τοῦ οἴκου βωμὸν γέϊνον καὶ ξύλα κυπαρίσσινα coloca en medio de la habitación un altar de barro y leños de ciprés P XIII 8 παράθες εἰς τὴν θυσίαν ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀποβαλσάμινα prepara para la ofrenda leños de ciprés o del árbol del bálsamo P XIII 364