στραγγουρία: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*$)" to "{{wkpen |wketx=$3 }}") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στραγγουρία -ας, ἡ [στράγξ, οὖρον] strangurie (bemoeilijkte urinelozing), urineretentie. | |elnltext=στραγγουρία -ας, ἡ [[[στράγξ]], [[οὖρον]]] strangurie (bemoeilijkte urinelozing), urineretentie. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:02, 29 November 2022
English (LSJ)
Ion. στραγγουρίη, ἡ, strangury, stranguria Hp.Aph.3.16 (pl.), al., Ar.V.810, Pl.Ep.358e, Thphr.HP7.6.3, Aret.CA2.9.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, der Harnzwang, wo der Urin nur tropfenweise kommt; Plat. Ep. XI, 358 e, Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
strangurie, maladie de ceux qui n’urinent que goutte à goutte.
Étymologie: στράγξ, οὐρέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στραγγουρία -ας, ἡ [στράγξ, οὖρον] strangurie (bemoeilijkte urinelozing), urineretentie.
Russian (Dvoretsky)
στραγγουρία: ἡ странгурия, затрудненное мочеиспускание Arph., Plat.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
επώδυνη ούρηση, συχνά κατά σταγόνες, με τεινεσμό, που εμφανίζεται επί φλεγμονών της ουροδόχου κύστεως και της ουρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, -γγός «το διά πιέσεως λαμβανόμενο υγρό, σταγόνα» + οὐρία (< οὐρῶ / οὖρον), πρβλ. αιματουρία. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. strangūria)].
Greek Monotonic
στραγγουρία: (στράγξ, οὐρέω), κατακράτηση, επίσχεση ούρων, δυσουρία, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγουρία: ἡ, (οὐρέω) ἐπίσχεσις τῶν οὔρων (ὅταν ταῦτα πίπτωσι κατὰ σταγόνας), «δυσουρία» Ἡσύχ., Ἱππ. Ἀφ. 1247, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 810, Πλάτ. Ἐπιστ. 358Ε· - καὶ στραγγουρέω, πάσχω ἐκ στραγγουρίας, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοτ. Δυν. 38· ὡσαύτως στραγγουριάω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 616, Πλάτ. Νόμ. 916Α.
Middle Liddell
στραγγ-ουρία, ἡ, στράγξ, οὐρέω
retention of the urine, strangury, Ar.
Wikipedia EN
Strangury (or stranguria) is the symptom characterized by painful, frequent urination of small volumes that are expelled slowly only by straining and despite a severe sense of urgency, usually with the residual feeling of incomplete emptying. The origin of the term is late 14th-century Middle English from Latin strangūria, from Greek, from stranx a drop squeezed out + ouron urine. These 'drops' of urine are 'squeezed out' in what sufferers describe as painful 'wrenching' spasms. The pain is felt to arise in the suprapubic region, extends up to the root of the genitalia and in male patients, to the tip of the penis.