ψίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> qui médit à voix basse, médisant.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
|btext=α, ον :<br />qui chuchote ; <i>en mauv. part</i> [[qui médit à voix basse]], [[médisant]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. fragile.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:41, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῐθῠρος Medium diacritics: ψίθυρος Low diacritics: ψίθυρος Capitals: ΨΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: psíthyros Transliteration B: psithyros Transliteration C: psithyros Beta Code: yi/quros

English (LSJ)

ον,
A whispering, murmuring, gossiping, slanderous, λόγοι S.Aj.148 (anap.): as epithet of Aphrodite, Paus.Gr.Fr.330: as substantive, ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, whisperer, slanderer, Pi.P.2.75, Ar.Fr.167 (anap.), LXX Si.5.14, Plu.2.727d. Adv. ψιθύρως = with insinuation App.Hann.46.
2 twittering, chirping, of birds, AP12.136; so of music, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ar.Fr.671.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui chuchote ; en mauv. part qui médit à voix basse, médisant.
Étymologie: DELG étym. fragile.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίθυρος -ον insinuerend:; λόγοι ψίθυροι insinuerende woorden Soph. Ai. 148; subst. kwaadspreker. Pind. kwetterend:. ὄρνιθες ψίθυροι kwetterende vogels AP 12.136.1.

Greek Monolingual

ο / ψίθυρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα
2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων»)
3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που ψιθυρίζει
2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα, άτονα
3. συκοφαντικός («τοιούσδε λόγους ψιθύρους πλάττων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς», Σοφ.)
4. το αρσ. ως ουσ.ψίθυρος
ψιθυριστής.
επίρρ...
ψιθύρως Α
συκοφαντικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ., η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. psithyrus].

Greek Monotonic

ψίθῠρος: [ῐ], -ον,
I. ως επίθ., ψιθυριστικός, συκοφαντικός, σε Σοφ.
II. 1. ως ουσ., ψίθυρος, , = ψιθυριστής, αυτός που ψιθυρίζει, συκοφάντης, σε Πίνδ.
2. σούσουρο, λέγεται για πουλιά, σε Ανθ. (πιθ. ηχομιμ. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

ψίθῠρος: [ῑ], -ον, ψιθυριστικός, συκοφαντικός, λόγοι Σοφ. Αἴ. 148. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ψίθυρος, ὁ, = ψιθυριστής, ὁ ψιθυρίζων κατά τινος, λοίδορος Πινδ. Π. 2. 136, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ― Ἐπίρρ. -ρως Ἀπ. Καρχηδ. 46. 2) ἐπὶ πτηνῶν, Ἀνθ. Παλατ. 12. 136· μάλιστα ἐπὶ τῶν χελιδόνων, Πολυδ. Ε΄, 90· οὕτως ἐπὶ μουσικῆς, ψίθυρον εὐήθη νόμον Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. Σχολ. 11. (Πρβλ. ψεύδω).

Middle Liddell

ψῐ́θῠρος, ον,
I. whispering: slanderous, Soph.
II. as substantive, ψίθυρος, = ψιθυριστής, a whisperer, slanderer, Pind.
2. twittering, of birds, Anth. [Perh. formed from the sound.]

Mantoulidis Etymological

Ἴσως ἀπό πρόσφυμα ψυθκαί μέ ἀνομοίωση ψιθ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψιθυρίζω, ψιθύρισμα, ψιθυρισμός, ψιθυριστής.

German (Pape)

ὁ, = ψιθύρισμα, Verleumdung, Aesch. Suppl. 1026, l.d.