μακροκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à longue tête.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κεφαλή]].
|btext=ος, ον :<br />[[à longue tête]].<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκέφᾰλος Medium diacritics: μακροκέφαλος Low diacritics: μακροκέφαλος Capitals: ΜΑΚΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: makroképhalos Transliteration B: makrokephalos Transliteration C: makrokefalos Beta Code: makroke/falos

English (LSJ)

ον, long-headed, Hp. Epid.2.1.8; of a Scythian tribe, Hes.Fr.62, Hp.Aër.14: Sup., Str.11.11.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à longue tête.
Étymologie: μακρός, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὰν κεφαλήν, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Στράβ. 520.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μακροκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που εμφανίζει μακροκεφαλία
αρχ.
1. αυτός που έχει μακρύ κεφάλι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μακροκέφαλοι
σκυθικό φύλο που κατοικούσε δυτικά της Κολχίδας και είχε το έθιμο να περισφίγγει πλαγίως με επίδεσμο το κρανίο τών νεογεννήτων.

Greek Monotonic

μακροκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει μακρό κεφάλι, λέγεται για τους Σκύθιες, σε Στράβ.

Middle Liddell

μακρο-κέφᾰλος, ον κεφαλή
long-headed, of the Scythians, Strab.

German (Pape)

langköpfig, Hippocr.; im superl., Strab. XI.11.520.