κακοδοξία: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie. | |elnltext=κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] [[slechte reputatie]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A bad repute, X.Ap.31, Pl.R.361c. II heretical opinion, Just.Nov.109Praef.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, schlechter Ruf; Plat. Rep. II, 361 c, Xen. Apol. 31. – Bei K. S. verkehrte Ansicht, Gegensatz ὀρθοδοξία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise réputation.
Étymologie: κακόδοξος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοδοξία -ας, ἡ [κακόδοξος] slechte reputatie.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοδοξία: ἡ дурная слава, бесславие Xen., Plat., Plut.
Greek Monolingual
η (AM κακοδοξία) κακόδοξος
αιρετική θρησκευτική δοξασία
αρχ.
κακή φήμη, ανυποληψία.
Greek Monotonic
κᾰκοδοξία: ἡ, κακή φήμη, αισχρότητα, προστυχιά, ατιμία, σε Ξεν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοδοξία: ἡ, κακὴ φήμη, δυσφημία, Ξεν. Ἀπολλ. 31, Πλάτ. Πολ. 361C. ΙΙ. κακὴ δοξασία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθοδοξία, Κλήμ. Ἀλ, ΙΙ. 424Α, Εὐστ. Ἀντιοχ. 660Α, Εὐσ. VI. 920Β, Ἀθαν. Ι. 425D, Βασιλ. IV. 424C.
Middle Liddell
κᾰκοδοξία, ἡ,
bad repute, infamy, Xen., Plat. [from κᾰκόδοξος]