κατεργασία: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατεργᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[возделывание]], [[разведение]] (καρπῶν Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[разработка]], [[эксплуатация]] (ἀργυρίου Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[переработка]] (τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[приготовление]] (διὰ τοῦ [[πυρός]], sc. τῆς τροφῆς Plut.).
|elrutext='''κατεργᾰσία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[возделывание]], [[разведение]] (καρπῶν Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[разработка]], [[эксплуатация]] (ἀργυρίου Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[переработка]] (τροφῆς Arst.);<br /><b class="num">4</b> [[приготовление]] (διὰ τοῦ [[πυρός]], ''[[sc.]]'' τῆς τροφῆς Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατεργασία -ας, ἡ [κατεργάζομαι] productie:. κ. χυμῶν productie van lichaamssappen Hp. Praec. 9.
|elnltext=κατεργασία -ας, ἡ [κατεργάζομαι] productie:. κ. χυμῶν productie van lichaamssappen Hp. Praec. 9.
}}
}}

Revision as of 11:14, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεργᾰσία Medium diacritics: κατεργασία Low diacritics: κατεργασία Capitals: ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: katergasía Transliteration B: katergasia Transliteration C: katergasia Beta Code: katergasi/a

English (LSJ)

ἡ, working up, freq. of food, by digestion or by chewing, Arist.PA675b5, Pr.931a32, etc.; ἡ τοῦ πυρὸς κατεργασία stewing, boiling, Mnesith. ap. Ath.2.59b: generally, production, χυμῶν (in the body) Hp.Praec.9; κοιλωμάτων Epicur.Ep.1p.9U. (pl.); σίτου Phld.Oec.pp.51,55 J.; working or manufacture, ἐλαίου Thphr. CP1.19.4; cultivation of land, ib.1.16.6 (pl.), 3.20.1, PTeb.61(b).129 (ii B.C.), etc.; καρπῶν D.S.1.14; of mines, Str.3.2.10; ξύλων Bito 52.2; παραδείγματος LXX 1 Ch.28.19; τυγχάνειν κατεργασίας ἀφ' ἡλίου, of vapour, D.L.7.153; completion, κ. λαμβάνειν Thphr.HP1.12.2.

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, das Verfertigen, LXX; γῆς, Bebauen, Theophr. öfter; καρπῶν D. Sic. 1, 14; τοῦ ἀργυρίου, Bearbeitung, im Bergwerke, Pol. 34, 9, 10; – τροφῆς, Verdauung, Arist. part. anim. 3, 14; das Kauen, Poll. 2, 89; – vom Kochen der Speisen, Ath. II, 59 b, vgl. 42 b.

Greek Monolingual

η (Α κατεργασία) κατεργάζομαι
1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.)
2. η επεξεργασία της τροφής με τη μάσηση ή την πέψη («μεγάλα τὰ τῶν κερατοφόρων ἔντερα διὰ τὴν κατεργασίαν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. παραγωγή («τοῦ δὲ Όσίριδος ἐπινοησαμένου τὴν τούτων κατεργασίαν τῶν καρπῶν», Διόδ.)
2. καλλιέργεια της γης («κατεργασίαι και κοπρίσεις», Θεόφρ.)
3. γεν. κατασκευή, παρασκευή, φτιάξιμο
4. φρ. «ἡ τοῦ πυρὸς κατεργασία» — ψήσιμο, βράσιμο.

Russian (Dvoretsky)

κατεργᾰσία:
1 возделывание, разведение (καρπῶν Diod.);
2 разработка, эксплуатация (ἀργυρίου Polyb.);
3 переработка (τροφῆς Arst.);
4 приготовление (διὰ τοῦ πυρός, sc. τῆς τροφῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεργασία -ας, ἡ [κατεργάζομαι] productie:. κ. χυμῶν productie van lichaamssappen Hp. Praec. 9.