κισσοφόρος: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kissoforos | |Transliteration C=kissoforos | ||
|Beta Code=kissofo/ros | |Beta Code=kissofo/ros | ||
|Definition=Att. [[κιττοφόρος]], ον, < | |Definition=Att. [[κιττοφόρος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[ivy-wreathed]], of [[Dionysus]], Pi.''O.''2.27, Ar.''Th.''988 (lyr.), ''BCH''50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); <b class="b3">ὁ κισσοφόρος παῖς Διός</b> ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148.<br><span class="bld">2</span> [[luxuriant with ivy]], νάπη E.''Tr.''1066(lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
Att. κιττοφόρος, ον,
A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th.988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κισσοφόρος παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148.
2 luxuriant with ivy, νάπη E.Tr.1066(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1443] Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διθύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couronné de lierre ou qui porte le thyrse entouré de lierre.
Étymologie: κισσός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
κισσοφόρος: атт. κιττοφόρος 2
1 поросший плющом (νάπη Eur.);
2 увитый плющом (Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κισσοφόρος: Ἀττ. κιττ-, ον, φέρων κισσὸν ἢ ἐστεφανωμένος διὰ κισσοῦ, Πινδ. Ο. 2. 50, Ἀριστοφ. Θεσμ. 988· ― πρβλ. κιστοφόρος. 2) θάλλων ἐκ κισσοῦ, νάπη Εὐρ. Τρῳ 1066.
English (Slater)
κισσοφόρος ivy bearing of Dionysos. παῖς ὁ κισσοφόρος (O. 2.27)
Greek Monolingual
κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος.
Greek Monotonic
κισσοφόρος: Αττ. κιττ-, -ον (φέρω), αυτός που φέρει κισσό ή είναι στεφανωμένος με κισσό, σε Πίνδ.· πλούσιος σε κισσό, σε Ευρ.