προσαναρρήγνυμι: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> briser en outre;<br /><b>2</b> faire rompre, faire éclater, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναρρήγνυμι]]. | |btext=<b>1</b> [[briser en outre]];<br /><b>2</b> faire rompre, faire éclater, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀναρρήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:03, 28 November 2022
English (LSJ)
lacerate in addition, Plu.Crass.25; τὸ σῶμα, i.e. caused haemorrhage, Id.Cleom.30: metaph., π. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας let them break out, Ph.2.372, cf. 479.
French (Bailly abrégé)
1 briser en outre;
2 faire rompre, faire éclater, acc..
Étymologie: πρός, ἀναρρήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναρρήγνυμι ook nog openscheuren:. τῇ κραυγῇ... τὸ σῶμα προσαναρρήξας met zijn krijgsgeschreeuw deed hij zijn longen verder openscheuren Plut. Agis et Cl. 51(30).3.
Russian (Dvoretsky)
προσαναρρήγνῡμι:
1 сверх того разрывать, растерзывать (τινά Plut.);
2 заставлять лопнуть (τῇ κραυγῇ τὸ ὑπόστημα Plut.).
Greek Monolingual
και προσαναρρηννύω Α
1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον
2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»].
Greek Monotonic
προσαναρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, σπάζω, διαλύω κάτι επιπλέον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω προσέτι, τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ ὑπόστημα ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.
Middle Liddell
fut. -ρήξω
to break off besides, Plut.
German (Pape)
[ῡ], (ῥήγνυμι), dazu aufreißen, zersprengen, Sp., wie Plut. Cleom.30, τῇ κραυγῇ τὸ ὑπόστημα, durch das Schreien das Geschwür zersprengen.