πολύτεκνος: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύτεκνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий большое потомство]], [[многодетный]] ([[Τηθύς]] Aesch.; οἱ πελασγικοὶ - [[varia lectio|v.l.]] πελάγιοι - θεοί Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[плодовитый]] (sc. [[ὄρνις]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[оплодотворяющий]], [[жизнетворный]] ([[ποταμός]] Aesch.).
|elrutext='''πολύτεκνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[имеющий большое потомство]], [[многодетный]] ([[Τηθύς]] Aesch.; οἱ πελασγικοὶ - [[varia lectio|v.l.]] πελάγιοι - θεοί Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[плодовитый]] (''[[sc.]]'' [[ὄρνις]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[оплодотворяющий]], [[жизнетворный]] ([[ποταμός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτεκνος Medium diacritics: πολύτεκνος Low diacritics: πολύτεκνος Capitals: ΠΟΛΥΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: polýteknos Transliteration B: polyteknos Transliteration C: polyteknos Beta Code: polu/teknos

English (LSJ)

ον, A bearing many children, prolific, Τηθύς A.Pr.137 (anap.), cf. Arist.HA616b10. 2 consisting in many children, γενέθλη Nonn.D.25.561. II epithet of rivers, giving increase, A.Supp.1027 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 674] viele Kinder habend; Τηθύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
1 qui a un grand nombre d'enfants ; ἅμιλλα πολύτεκνος EUR le désir d'avoir beaucoup d'enfants;
2 fig. très fécondant, fertilisant.
Étymologie: πολύς, τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

πολύτεκνος:
1 имеющий большое потомство, многодетный (Τηθύς Aesch.; οἱ πελασγικοὶ - v.l. πελάγιοι - θεοί Plut.);
2 плодовитый (sc. ὄρνις Arst.);
3 оплодотворяющий, жизнетворный (ποταμός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύτεκνος: -ον, ὁ γεννῶν πολλὰ τέκνα, γόνιμος, Αἰσχύλ. Πρ. 137, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· ἴδε ἐν λ. ἅμιλλα. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1029, ὡς ἐπίθ. ποταμῶν, γονιμοποιῶν, εὔφορον ποιῶν τὴν γῆν (;).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτεκνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών
νεοελλ.
(νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία
μσν.-αρχ.
αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκναπολύτεκνος γενέθλη», Νόνν.)
αρχ.
(κυρίως ως προσωνυμία τών ποταμών) αυτός που με τα νερά του καθιστά τη γη εύφορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί-τεκνος].

Greek Monotonic

πολύτεκνος: -ον, αυτός που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολύ-τεκνος, ον,
with many children, prolific, Aesch.