σύζυξ: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), | |mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ομόζυξ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:00, 10 May 2023
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ,= σύζυγος, [ἵππος] Pl.Phdr.254a; of wedded pairs, E.Alc.921 (anap.), cf. CIG4175 (Aezani). II united, ἐπιμέλειαι Isoc.15.182.
German (Pape)
[Seite 972] υγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Eur. Alc. 924; Plat. Phaedr. 254 a.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
c. σύζυγος.
Étymologie: σύν, ζυγόν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.
Russian (Dvoretsky)
σύζυξ: υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).
ῠγος ὁ и ἡ
1 сотоварищ Plat.;
2 супруг, супруга Eur.
Greek Monolingual
-υγος, ό, ἡ, Α
1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγό («πάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.)
2. ενωμένος
3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες
άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ζυξ (βλ.λ. ζυγός), πρβλ. ομόζυξ].
Greek Monotonic
σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, λέγεται για παντρεμένο ζευγάρι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.