Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύζυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>ζυξ</i>].
|mltxt=-υγος, ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο [[ζυγό]] («[[πάντα]] πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ενωμένος<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> <i>oἱ</i>, <i>aἱ σύζυγες</i><br />[[άνδρας]] και [[γυναίκα]] ενωμένοι με τα [[δεσμά]] του γάμου, το [[ανδρόγυνο]], οι σύζυγοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυξ</i> (<b>βλ.</b>λ. [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ομόζυξ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύζυξ Medium diacritics: σύζυξ Low diacritics: σύζυξ Capitals: ΣΥΖΥΞ
Transliteration A: sýzyx Transliteration B: syzyx Transliteration C: syzyks Beta Code: su/zuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ,= σύζυγος, [ἵππος] Pl.Phdr.254a; of wedded pairs, E.Alc.921 (anap.), cf. CIG4175 (Aezani). II united, ἐπιμέλειαι Isoc.15.182.

German (Pape)

[Seite 972] υγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Eur. Alc. 924; Plat. Phaedr. 254 a.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
c. σύζυγος.
Étymologie: σύν, ζυγόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύζυξ -υγος [σύζυγος] door het juk verbonden. Plat. Phaedr. 254a. overdr. verbonden (in een huwelijk). Eur. Alc. 921.

Russian (Dvoretsky)

σύζυξ: υγος adj. соединенный, связанный (ἐπιμέλειαι Isocr.).
ῠγος ὁ и ἡ
1 сотоварищ Plat.;
2 супруг, супруга Eur.

Greek Monolingual

-υγος, ό, ἡ, Α
1. (κυρίως για υποζύγια) ζευγμένος στον ίδιο ζυγόπάντα πράγματα παρέχων τῷ σύζυγι [ἵππω]», Πλάτ.)
2. ενωμένος
3. πληθ. oἱ, aἱ σύζυγες
άνδρας και γυναίκα ενωμένοι με τα δεσμά του γάμου, το ανδρόγυνο, οι σύζυγοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ζυξ (βλ.λ. ζυγός), πρβλ. ομόζυξ].

Greek Monotonic

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, λέγεται για παντρεμένο ζευγάρι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = σύζυγος, Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· ἐπὶ ζευγῶν διὰ γάμου ἡνωμένων, Εὐρ. Ἄλκ. 921, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγραφ. 4175. ΙΙ. ἡνωμένος, ἐπιμέλειαι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 182.

Middle Liddell

σύζυξ, ῠγος, = σύζυγος, of a wedded pair, Eur.]