διάπονος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
|elnltext=διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ausdauernd]], durch [[Arbeit]] [[abgehärtet]]</i>, τὰ σώματα διάπονοι Plut. <i>Mar</i>. 26; auch πρός τι, <i>de san. tu</i>. p. 405.<br><b class="num">• Adv.</b>, [[διαπόνως]], <i>mit Mühe</i>, καὶ [[βραδέως]] Plut. <i>Fab</i>. 1.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut.
|mdlsjtxt=διά-πονος, ον <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, exercised, Plut.; τι Plut.<br /><b class="num">II.</b> of things, [[toilsome]]:— adv. -νως, with [[toil]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ausdauernd]], durch [[Arbeit]] [[abgehärtet]]</i>, τὰ σώματα διάπονοι Plut. <i>Mar</i>. 26; auch πρός τι, <i>de san. tu</i>. p. 405.<br><b class="num">• Adv.</b>, [[διαπόνως]], <i>mit Mühe</i>, καὶ [[βραδέως]] Plut. <i>Fab</i>. 1.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπονος Medium diacritics: διάπονος Low diacritics: διάπονος Capitals: ΔΙΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: diáponos Transliteration B: diaponos Transliteration C: diaponos Beta Code: dia/ponos

English (LSJ)

ον, of persons, A exercised, hardy, δ. τὰ σώματα Plu.Mar.26, al., cf. Onos.1.1. 2 worn out, σῶμα δ. πρός τι Plu.2.135f. II Adv. -νως with labour or toil, Id.Fab.1.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ejercitado, entrenado τὸ σῶμα ... διάπονον τῇ ἀσκήσει Plu.Sert.3, cf. Oth.9, κύνες ... αἱ διάπονοι ἀπὸ τοῦ φιλοπονεῖν Arr.Cyn.3.6, c. ac. de rel. διάπονοι τὰ σώματα Plu.Mar.26.
2 extenuado, cansado por el esfuerzo πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ... μὴ διάπονον ἔχειν τὸ σῶμα Plu.2.135f.
3 producto de la fatiga o que revela fatiga φόβου μεστὸς καὶ ἱδρῶτος διαπόνου Plu.2.498b.
II adv. -ως con mucho esfuerzo δ. δεχόμενος τὰς μαθήσεις Plu.Fab.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 exercé à la fatigue;
2 exercé en gén.
Étymologie: διά, πόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάπονος -ον διά, πένομαι getraind, gehard.

German (Pape)

ausdauernd, durch Arbeit abgehärtet, τὰ σώματα διάπονοι Plut. Mar. 26; auch πρός τι, de san. tu. p. 405.
• Adv., διαπόνως, mit Mühe, καὶ βραδέως Plut. Fab. 1.

Russian (Dvoretsky)

διάπονος: закаленный, приученный (στρατιῶται Plut.): δ. πρός τι Plut. приученный к чему-л.; διάπονοι τὰ σώματα Plut. физически закаленные, выносливые.

Greek (Liddell-Scott)

διάπονος: -ον, ἐπὶ προσώπων, διαπεπονημένος, ἠσκημένος, τεταλαιπωρημένος, δ. τὰ σώματα Πλούτ. Μαρ. 26· δ. πρός τι ὁ αὐτ. 2. 135F. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων πολὺν πόνον, ἐπίπονος, κοπιώδης. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ κόπου καὶ μόχθου, Πλούτ. Φαβ. 1.

Greek Monotonic

διάπονος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, εξασκημένος, σκληραγωγημένος, ταλαιπωρημένος, σε Πλούτ.· τι, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός· επίρρ. -νῶς, με μόχθο, επίπονα, κοπιαστικά, στον ίδ.

Middle Liddell

διά-πονος, ον adj
I. of persons, exercised, Plut.; τι Plut.
II. of things, toilsome:— adv. -νως, with toil, Plut.