κακηγόρος: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπό τό [[κακῶς]] + [[ἀγορεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κακηγόρος]]: [[κακηγορία]] (=[[κακολογία]]), κακηγορίας [[δίκη]] (=[[ἀγωγή]] γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=[[κακολογῶ]]). | |mantxt=(=[[βριστικός]], πού κακολογεῖ). Ἀπό τό [[κακῶς]] + [[ἀγορεύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[κακηγόρος]]: [[κακηγορία]] (=[[κακολογία]]), κακηγορίας [[δίκη]] (=[[ἀγωγή]] γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=[[κακολογῶ]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=<i>[[Böses]] von Einem [[redend]], [[verleumdend]], [[schmähend]]</i>; Pind. <i>Ol</i>. 1.53; [[γλῶττα]] Plat. <i>Phaedr</i>. 254e; Ath. V.220a; Poll. 2.127 führt aus den comic. den Kompar. κακηγορίστερος und den superl. κακηγορίστατος an; auch adv., Poll. 8.81. | |ptext=<i>[[Böses]] von Einem [[redend]], [[verleumdend]], [[schmähend]]</i>; Pind. <i>Ol</i>. 1.53; [[γλῶττα]] Plat. <i>Phaedr</i>. 254e; Ath. V.220a; Poll. 2.127 führt aus den comic. den Kompar. κακηγορίστερος und den superl. κακηγορίστατος an; auch adv., Poll. 8.81. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, Doric κακαγόρος, (< ἀγορεύω) evil-speaking, abusive, slanderous, Pi. O. 1.53; γλῶττα Pl. Phdr. 254e; κ. τινος abusive of one, Ath. 5.220a; Comp. κακηγορίστερος Pherecr. 96; Sup. -ίστατος Ecphant. 5. Adv. -ρως Poll. 8.81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle mal de, médisant, diffamateur.
Étymologie: κακός, ἀγορεύω.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) κακῶς ὁμιλῶν κατά τινος, ὑβριστικός, ὀνειδιστικός, Πινδ. Ο. 1. 85 (ἐν Αἰολ. αἰτ. πληθ. κακαγόρος)· γλῶττα Πλάτ. Φαῖδρ. 254Ε· κ. τινος, κακολογῶν τινα, δυσφημῶν, Ἀθήν. 220Α· - ἀνώμαλ. Συγκρ. κακηγορίστερος Φερεκράτ. ἐν «Κραπατάλλοις» 16· Ὑπερθ. -ίστατος Ἐκφαντίδης ἐν Ἀδήλ. 4. - Ἐπίρρ. -ρως Πολυδ. Η΄, 81.
Greek Monolingual
κακηγόρος και δωρ. τ. κακαγόρος, -ον (Α)
αυτός που κατηγορεί, βρίζει ή συκοφαντεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ηγορος (< ἀγορά / ἀγορεύω), πρβλ. ψευδ-ηγόρος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακηγόρος -ον, Dor. κακᾱγόρος [κακός, ἀγορεύω] kwaadsprekend.
Mantoulidis Etymological
(=βριστικός, πού κακολογεῖ). Ἀπό τό κακῶς + ἀγορεύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ κακηγόρος: κακηγορία (=κακολογία), κακηγορίας δίκη (=ἀγωγή γιά δυσφήμιση), κακηγορῶ (=κακολογῶ).
German (Pape)
Böses von Einem redend, verleumdend, schmähend; Pind. Ol. 1.53; γλῶττα Plat. Phaedr. 254e; Ath. V.220a; Poll. 2.127 führt aus den comic. den Kompar. κακηγορίστερος und den superl. κακηγορίστατος an; auch adv., Poll. 8.81.