τιμαλφής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αξίζει πολύ, [[πολύτιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[τιμαλφή]]<br />κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αλφής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που αξίζει πολύ, [[πολύτιμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[τιμαλφή]]<br />κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]] «[[φέρω]], [[βρίσκω]], [[αποκτώ]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:47, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν) fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; τιμαλφέστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ τιμαλφέστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφής: ἀλφάνω
1 чтимый, прославляемый Aesch.;
2 высоко ценимый (κτῆμα Plat.): χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. драгоценный груз золота.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυαλφής].

Greek Monotonic

τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τῐμ-αλφής, ές τιμή, ἀλφεῖν]
fetching a prize, costly, precious, Plat.

Mantoulidis Etymological

(=πολύτιμος). Ἀπό τό τιμή + ἀλφεῖν τοῦ ἀλφάνω (=κερδίζω). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη τιμή.