δάσμευσις: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de partager, distribution.<br />'''Étymologie:''' *δασμεύω, de [[δασμός]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de partager]], [[distribution]].<br />'''Étymologie:''' *δασμεύω, de [[δασμός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσμευσις Medium diacritics: δάσμευσις Low diacritics: δάσμευσις Capitals: ΔΑΣΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dásmeusis Transliteration B: dasmeusis Transliteration C: dasmefsis Beta Code: da/smeusis

English (LSJ)

εως, ἡ, dividing, distributing, X.An.7.1.37.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάσμευσις -εως, ἡ [δατέομαι] verdeling.

Russian (Dvoretsky)

δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.

Greek Monolingual

δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.

Greek Monotonic

δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.

Middle Liddell

δασμός
a distributing, Xen.