πάναγρος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[πάναγρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγρεύει τα [[πάντα]], που συλλαμβάνει [[κάθε]] είδους [[θήραμα]], [[πανάγρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), | |mltxt=[[πάναγρος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγρεύει τα [[πάντα]], που συλλαμβάνει [[κάθε]] είδους [[θήραμα]], [[πανάγρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. [[πολύαγρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:40, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (ἄγρα) catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487; δίκτυον Ath. 1.25b: metaph., λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674.
German (Pape)
[Seite 456] Alles fangend; λίνον, ein großes Fischernetz, Il. 5, 487; δίκτυον, Ath. I, 25 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut saisir ou contenir toute espèce de proie (filet, volière).
Étymologie: πᾶν, ἄγρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάναγρος -ον [πᾶς, ἄγρα] alles vangend.
Russian (Dvoretsky)
πάναγρος: все улавливающий, все захватывающий (λίνον Hom.).
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): alltaking, all-catching, Il. 5.487†.
Greek Monolingual
πάναγρος, -ον (Α)
αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύαγρος].
Greek Monotonic
πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα), αλιεύς των πάντων.
Greek (Liddell-Scott)
πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, λίνον π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. δίκτυον Ἀθήν. 25Β.