συμπροπέμπω: Difference between revisions
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]]. | |btext=[[escorter ensemble]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:00, 8 January 2023
English (LSJ)
join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.
German (Pape)
[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
French (Bailly abrégé)
escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
Russian (Dvoretsky)
συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
Greek Monolingual
Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῦ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῦμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).
Greek Monotonic
συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
Middle Liddell
fut. ψω
to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.