ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aparigoritos
|Transliteration C=aparigoritos
|Beta Code=a)parhgo/rhtos
|Beta Code=a)parhgo/rhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unconsoled]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dem.</span>22</span>; [[admitting of no consolation]], συμφορά <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>7.6.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not to be controlled]], <span class="bibl">Men.798</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Mar.</span>2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>6</span>; [[inexorable]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>4</span>. Adv. -τως [[inflexibly]], <span class="bibl">Ph.2.196</span>.</span>
|Definition=ἀπαρηγόρητον,<br><span class="bld">A</span> [[unconsoled]], Plu.''Dem.''22; [[admitting of no consolation]], συμφορά J.''AJ''7.6.1.<br><span class="bld">II</span> [[not to be controlled]], Men.798, Plu.''Mar.''2, ''Ant.''6; [[inexorable]], Hp.''Decent.''4. Adv. [[ἀπαρηγορήτως]] = [[inflexibly]], Ph.2.196.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρηγόρητος Medium diacritics: ἀπαρηγόρητος Low diacritics: απαρηγόρητος Capitals: ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aparēgórētos Transliteration B: aparēgorētos Transliteration C: aparigoritos Beta Code: a)parhgo/rhtos

English (LSJ)

ἀπαρηγόρητον,
A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.
II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. ἀπαρηγορήτως = inflexibly, Ph.2.196.

Spanish (DGE)

-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. -ως inconsolablemente Nil.M.79.196B.

German (Pape)

[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l'on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: , παρηγορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαρηγόρητος:
1 непобедимый, неукротимый (ἔρως ἀρχῆς Plut.);
2 неутешный, не слушающий уговоров (φυγάδες Plut.);
3 неумолимый, злобный (κυνάρια Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητοςἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)

Greek Monotonic

ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.

Middle Liddell

παρηγορέω
I. inconsolable, Plut.
II. not to be advised or controlled, Plut.