ἐμπετάννυμι: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empetannymi | |Transliteration C=empetannymi | ||
|Beta Code=e)mpeta/nnumi | |Beta Code=e)mpeta/nnumi | ||
|Definition=or [[ἐμπεταννύω]], fut. | |Definition=or [[ἐμπεταννύω]], fut. ἐμπετάσω (v. infr.),<br><span class="bld">A</span> to [[unfold]] and [[spread]] in or on, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.40, J.''BJ''3.7.10: metaph., <b class="b3">σφιν ἐμπετάσει λάθαν</b> will [[spread]] [[oblivion]], ''Hymn.Is.''22:—Pass., to [[be spread]], ἐπί τινος Callix.1.<br><span class="bld">II</span> in Pass., [[ἐμπετάννυμαι]] ὕφεσι = to [[be hung]] about with [[cloths]], Socr.Rhod.1. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
or ἐμπεταννύω, fut. ἐμπετάσω (v. infr.),
A to unfold and spread in or on, X.Cyr.1.6.40, J.BJ3.7.10: metaph., σφιν ἐμπετάσει λάθαν will spread oblivion, Hymn.Is.22:—Pass., to be spread, ἐπί τινος Callix.1.
II in Pass., ἐμπετάννυμαι ὕφεσι = to be hung about with cloths, Socr.Rhod.1.
Spanish (DGE)
1 desplegar, extender βύρσας νεοδόρους βοῶν I.BI 3.173, en v. pas. (διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντο rieles sobre los que se desplegaban cortinajes Callix.1 (p.165.3), τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθέν Str.3.4.16
•fig. οὐδὲ ποτέ σφιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰών Hymn.Is.22 (Andros).
2 c. dat. instrum. cubrir, recubrir ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντες Luc.Asin.42, en v. pas. τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι muros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro Socr.Rhod.1.
German (Pape)
[Seite 812] (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνεπετάννυον;
1 déployer, étendre sur;
2 couvrir en déployant.
Étymologie: ἐν, πετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπετάννῡμι: и ἐμ-πεταννύω расстилать, раскидывать (δίκτυα ἐν τοῖς χωρίοις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπετάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πετάσω, κρεμῶ, ἐκτείνω ὁλόγυρα, ἐν τούτοις δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες ἂν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· μεταφ., σφιν ἐμπετάσει λάθαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 22. - Παθ., κρέμαμαι, αὐλαῖαι... ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 206Α. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἦσαν δὲ... οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, κεκαλυμμένοι μὲ κρεμαστὰ ἁλουργῆ καὶ διάχρυσα ὑφάσματα, Σωκράτης ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 147F.
Greek Monolingual
ἐμπετάννυμι και ἐμπεταννύω (Α)
εκτείνω, απλώνω.
Greek Monotonic
ἐμπετάννῡμι: ή -ύω, μέλ. -πετάσω, (ἐν)· ξεδιπλώνω και απλώνω, εκτείνω ολόγυρα, σε Ξεν.