νητός: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />entassé, amoncelé.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νέω]]⁴. | |btext=ή, όν :<br />[[entassé]], [[amoncelé]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[νέω]]⁴. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, (νέω C) heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
entassé, amoncelé.
Étymologie: adj. verb. de νέω⁴.
German (Pape)
1 gehäuft, aufgehäuft, Od. 2.338.
2 gesponnen, gedreht. S. Kompp.
Russian (Dvoretsky)
νητός: νέω IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ χαλκός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.
English (Autenrieth)
(νέω, νηέω): piled up, Od. 2.338†.
Greek Monolingual
(I)
νητός, -ή, -όν (Α) νηέω
ο συσσωρευμένος κάπου («ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.).
(II)
νητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει κλωσθεί, ο κλωσμένος, ο γνεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
νητός: -ή, -όν (νέω Δ), συσσωρευμένος, στοιβαγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
νητός, ή, όν [νέω4]
heaped, piled up, Od.