συνεπεισπίπτω: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire ensemble irruption.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπεισπίπτω]]. | |btext=[[faire ensemble irruption]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπεισπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:00, 8 January 2023
English (LSJ)
rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.
French (Bailly abrégé)
faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.
German (Pape)
(πίπτω), mit hinterher einfallen, ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν Plut. Fab. 17.
Russian (Dvoretsky)
συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).
Greek Monolingual
Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῖν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].
Greek Monotonic
συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.