ἀκατάληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "</b> fil." to "</b> fil.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκατάλημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.<i>Pasch</i>.105<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inasible]], [[inalcanzable]] ὁ [[ἔλαφος]] Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; [[ἄνθρωπος]] ἀκατάληπτος Secund.<i>Sent</i>.11.<br /><b class="num">2</b> mús. [[no tocado]], [[no hecho vibrar]] [[ὑπάτη]] Arist.<i>Pr</i>.921<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">3</b> [[que no puede ser dominado]] ἀκρώρεια πολεμίοις I.<i>BI</i> 3.159, [[τὸ ἀκατάληπτον]] τῆς [[γοητεία]]ς Vett.Val.228.27.<br /><b class="num">II</b> [[fil]].<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser captado o conocido realmente]], [[incognoscible]], [[inaprensible]], [[incomprensible]] οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.<i>Acad.Ind</i>.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ [[ἀνεκδιήγητος]] καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1<i>Ep.Clem</i>.33.3<br /><b class="num">•</b>[[inabarcable]] de las estrellas πλῆθος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> fil. estoica [[incapaz de conocimiento real]], [[no comprensivo]] ἀκατάληπτος φαντασία op. καταληπτικὴ [[φαντασία]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.<i>Vit</i>.12.15B.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀκαταλήπτως]]<br /><b class="num">1</b> [[inalcanzablemente]], [[inasiblemente]] Sch.Bek.<i>Il</i>.17.75.<br /><b class="num">2</b> [[incomprensiblemente]] [[ἀκαταλήπτως]] ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀκατάλημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.<i>Pasch</i>.105<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inasible]], [[inalcanzable]] ὁ [[ἔλαφος]] Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; [[ἄνθρωπος]] ἀκατάληπτος Secund.<i>Sent</i>.11.<br /><b class="num">2</b> mús. [[no tocado]], [[no hecho vibrar]] [[ὑπάτη]] Arist.<i>Pr</i>.921<sup>b</sup>23.<br /><b class="num">3</b> [[que no puede ser dominado]] ἀκρώρεια πολεμίοις I.<i>BI</i> 3.159, [[τὸ ἀκατάληπτον]] τῆς [[γοητεία]]ς Vett.Val.228.27.<br /><b class="num">II</b> fil.<br /><b class="num">1</b> [[que no puede ser captado o conocido realmente]], [[incognoscible]], [[inaprensible]], [[incomprensible]] οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.<i>Acad.Ind</i>.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ [[ἀνεκδιήγητος]] καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1<i>Ep.Clem</i>.33.3<br /><b class="num">•</b>[[inabarcable]] de las estrellas πλῆθος Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.168.<br /><b class="num">2</b> fil. estoica [[incapaz de conocimiento real]], [[no comprensivo]] ἀκατάληπτος φαντασία op. καταληπτικὴ [[φαντασία]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.<i>Vit</i>.12.15B.<br /><b class="num">III</b> adv. [[ἀκαταλήπτως]]<br /><b class="num">1</b> [[inalcanzablemente]], [[inasiblemente]] Sch.Bek.<i>Il</i>.17.75.<br /><b class="num">2</b> [[incomprensiblemente]] [[ἀκαταλήπτως]] ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 14:25, 19 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάληπτος Medium diacritics: ἀκατάληπτος Low diacritics: ακατάληπτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: akatálēptos Transliteration B: akatalēptos Transliteration C: akataliptos Beta Code: a)kata/lhptos

English (LSJ)

ον, A that cannot be reached or that cannot be touched, Arist.Pr.921b23; τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀ. Secund.Sent.11. Adv. ἀκαταλήπτως Sch.Il.17.75. II not to be conquered, J.BJ3.7.7; defying suppression, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett. Val.238.25. 2 Philos., incomprehensible, Phld.Acad.Ind.p.91 M., M.Ant.7.54, S.E.M.7.432; that cannot be grasped, πλῆθος, of the stars, Chrysipp.Stoic.2.168. 3 not comprehending or not attaining conviction, φαντασία (opp. καταληπτική, q.v.) Chrysipp.Stoic.2.40, al.: c. gen., ἀκατάληπτος τῶν ὁμοειδῶν Phld.Herc.1457.12. Adv. ἀκαταλήπτως = without understanding, incomprehensibly, ἔχειν περί τινος Ph.1.78; prob. l. in Arr.Epict.2.23.46:—hence ἀκαταληψία, ἡ, inability to comprehend or inability to attain conviction, Sceptic term, attrib. to Stoics by Galen, Stoic.1.17, but to Arcesilaus by Cic.Att. 13.19.3, Numen. ap. Eus.PE14.7, S.E.P.1.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκατάλημπτος Diog.Oen.5.1.7, Melit.Pasch.105
I 1inasible, inalcanzableἔλαφος Aesop.76.2, τί ἐστι φίλος; ἄνθρωπος ἀκατάληπτος Secund.Sent.11.
2 mús. no tocado, no hecho vibrar ὑπάτη Arist.Pr.921b23.
3 que no puede ser dominado ἀκρώρεια πολεμίοις I.BI 3.159, τὸ ἀκατάληπτον τῆς γοητείας Vett.Val.228.27.
II fil.
1 que no puede ser captado o conocido realmente, incognoscible, inaprensible, incomprensible οὐ ... ἀκα[τάλη] πτα ν[ε] νομικέναι πάντα Phld.Acad.Ind.26.10, τὰ πράγματα Diog.Oen.l.c., de Dios ἀρχὴ ἀνεκδιήγητος καὶ τέλος ἀ. Melit.l.c., de la sabiduría divina 1Ep.Clem.33.3
inabarcable de las estrellas πλῆθος Chrysipp.Stoic.2.168.
2 fil. estoica incapaz de conocimiento real, no comprensivo ἀκατάληπτος φαντασία op. καταληπτικὴ φαντασία Chrysipp.Stoic.2.40, D.L.7.46, cf. M.Ant.7.54, Plu.2.1056f
neutr. plu. subst. Plb.12.26c.2
c. gen. ἀ. τῶν ὁμοειδῶν Phld.Vit.12.15B.
III adv. ἀκαταλήπτως
1 inalcanzablemente, inasiblemente Sch.Bek.Il.17.75.
2 incomprensiblemente ἀκαταλήπτως ἔχειν περὶ οὗ νῦν ἐστιν ὁ λόγος Ph.1.78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incompréhensible.
Étymologie: , καταλαμβάνω.

German (Pape)

1 nicht einzunehmen, Jos.
2 nicht ergriffen, Arist. Probl. 19.42; gew. unbegreiflich, von den Skeptikern bes. gebrauchtes Wort, Cic. Acad. II.9.18; Plut. de stoic. rep. g. E.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάληπτος:
1 незатронутый, незадетый (ὑπάτη Arst.);
2 непостижимый, непонятный Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάληπτος: -ον, ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ ἐγγιχθῇ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 42: μὴ κρατούμενος στερεῶς, Μ. Ἀντων. 7. 54. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ρ. 75. ΙΙ. ὃν οὐδεὶς δύναται νὰ κυριεύση, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλεμ. 3. 7. 7. 2) μεταφορ., ἀκατανόητος, λέξις τῶν σκεπτικῶν φιλοσόφων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 22, Πλούτ. 2. 1056F, Κικ. Ἀκαδ. 2. 9. 18: - ἐντεῦθεν ἀκαταληψία, ἡ, τὸ ἀκατάληπτον τῶν πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 1, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάληπτος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, να κατανοήσει, ο ακατανόητος ή ο πολύ δυσνόητος
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εξουσιάσει, να τον κυριέψει
2. εκείνος που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει, να τον αγγίξει, άπιαστος
3. αυτός που είναι αδύνατον να γνωσθεί με βεβαιότητα (φιλοσ. όρος των Σκεπτικών)
4. εκείνος που έχει αβεβαιότητα για τη σύλληψη μιας έννοιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταληπτὸς < καταλαμβάνω.
ΠΑΡ. ακαταληψία
αρχ.
ἀκαταληπτῶ].