ἄσοφος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2") |
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext=)(.*)(\n}}\n{{ntsuppl\n\|ntstxt=)(.*)}}" to "$1$2<br /><b>NT</b>: $4}}") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />sot, fou.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σοφός]]. | |btext=ος, ον :<br />sot, fou.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σοφός]].<br /><b>[[NT]]</b>: insensé | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 14:58, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, unwise, foolish, Thgn.370, Pi.O.3.45, Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a: Comp., Them.Or.15.185a. Adv. -φως D.S.2.29, Lib. Decl.2.27.
Spanish (DGE)
-ον
1 en sent. despect. ignorante, necio, insensato μιμεῖσθαι δ' οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται Thgn.370, Φοίβου τ' ἄσοφοι γλώσσης ἐνοπαί E.El.1302, ἄσοφοι καὶ ἀκρατεῖς X.Mem.3.9.4, cf. Ep.Eph.5.15, Plu.2.330a, Philostr.VA 1.3, Poll.4.13
•op. σοφός profano τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις Pi.O.3.45
•inculto τὸ θέατρον ... οὐδ' ἀμουσότερόν τε καὶ ἀσοφώτερον Them.Or.15.185a.
2 adv. -ως insensatamente οὐκ ἀ. δὲ ποιοῦνται D.S.2.29, ὁ δὲ σοφώτατος κελεύεται νῦν ἀ. ἀποθανεῖν Lib.Decl.2.27.
German (Pape)
[Seite 372] unweise, dumm, Pind. Ol. 3, 48; γλώσσης ἐνοπαί Eur. El. 1302; Theogn. 370; Xen. Mem. 3, 9, 7 u. Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sot, fou.
Étymologie: ἀ, σοφός.
NT: insensé
English (Slater)
ᾰσοφος unwise τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις (O. 3.45)
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and σοφός; unwise: fool.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσοφος, -ον)
ο μωρός, ο ανόητος, ο επιπόλαιος
αρχ.
(για πράξη ή έκφραση) ο άστοχος, ο άκριτος.
Greek Monotonic
ἄσοφος: -ον, απερίσκεπτος, ηλίθιος, ανόητος, σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
ἄσοφος: неумный, бессмысленный Pind., Eur., Xen., Plut.
Middle Liddell
unwise, foolish, silly, Theogn.
Chinese
原文音譯:¥sofoj 阿-所賀士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-智慧
字義溯源:不智的,愚昧的,愚昧人;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(σοφός)*=智慧的)組成;而 (σοφός)出自(Σαῦλος)X*=清亮的)。參讀 (ἀνόητος / ἀνόνητος)同源字
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 愚昧人(1) 弗5:15