φλίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] [[γεμάτος]], φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φλίω]] και η οικογένειά του ανάγονται, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>ei</i>- / <i>bhl</i>-<i>i</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[ξεχειλίζω]]», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -<i>i</i>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω», (<b>πρβλ.</b> τα ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>eu</i>- / <i>bhl</i>-<i>u</i>- με [[παρέκταση]] -<i>u</i>-). Το ρ. <i>φλῑω</i> απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. <i>περιφλίοντος</i> (όπου το -<i>ῑ</i>- αποτελεί [[αντιπροσώπευση]] της ΙΕ διφθόγγου -<i>ei</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>χλῑω</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ghlei</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]), πιθ. [[τρίβω]], ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική [[παρέκταση]] <i>d</i> της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>φλυ</i>-<i>δ</i>-<i>ῶ</i>) και έχουν σχηματιστεί από θ. <i>φλι</i>-<i>δ</i>-της μηδενισμένης βαθμίδας ή <i>φλοι</i>-<i>δ</i>- της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bloat</i> «πρήζομαι» <span style="color: red;"><</span> γερμ. <i>blait</i>-<i>ō</i><i>n</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>bhloid</i>-). To [[σύστημα]], εξάλλου, τών τ. [[φλίω]]: [[φλιαρός]]: <i>φλιδῶ</i>: [[φλιδών]]: <i>φλοιδιῶ</i> μπορεί να παραβληθεί με τους τ. [[χλίω]]: [[χλιαρός]]: <i>χλιδῶ</i>: [[χλιδών]]: <i>χλοιδῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]). Από σημασιολογική [[άποψη]], αρχική [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b>[[περιφλίω]], <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδών]] «[[σφυγμός]]»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με [[υγρό]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπερφλοισμός</i>) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από [[κάψιμο]]» και στην [[συνέχεια]] «φλέγομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλοιδῶ</i>, <i>φλοιδιῶ</i>), ενώ από το [[φαινόμενο]] της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «[[σαπίζω]], διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδάνω]], [[φλιδιόωντο]], [[φλιδών]])].
|mltxt=Α<br />[[είμαι]] [[γεμάτος]], φουσκωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φλίω]] και η οικογένειά του ανάγονται, [[κατά]] την πιθανότερη [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>ei</i>- / <i>bhl</i>-<i>i</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, [[ξεχειλίζω]]», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -<i>i</i>-, [[μορφή]] της ρίζας <i>bhel</i>- «[[φουσκώνω]], πρήζομαι, ρέω», (<b>πρβλ.</b> τα ρ. [[φλέω]], [[φλύω]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>bhl</i>-<i>eu</i>- / <i>bhl</i>-<i>u</i>- με [[παρέκταση]] -<i>u</i>-). Το ρ. <i>φλῑω</i> απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. <i>περιφλίοντος</i> (όπου το -<i>ῑ</i>- αποτελεί [[αντιπροσώπευση]] της ΙΕ διφθόγγου -<i>ei</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>χλῖω</i> (πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>ghlei</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]), πιθ. [[τρίβω]], ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική [[παρέκταση]] <i>d</i> της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>φλυ</i>-<i>δ</i>-<i>ῶ</i>) και έχουν σχηματιστεί από θ. <i>φλι</i>-<i>δ</i>-της μηδενισμένης βαθμίδας ή <i>φλοι</i>-<i>δ</i>- της ετεροιωμένης (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>bloat</i> «πρήζομαι» <span style="color: red;"><</span> γερμ. <i>blait</i>-<i>ō</i><i>n</i> <span style="color: red;"><</span> IE <i>bhloid</i>-). To [[σύστημα]], εξάλλου, τών τ. [[φλίω]]: [[φλιαρός]]: <i>φλιδῶ</i>: [[φλιδών]]: <i>φλοιδιῶ</i> μπορεί να παραβληθεί με τους τ. [[χλίω]]: [[χλιαρός]]: <i>χλιδῶ</i>: [[χλιδών]]: <i>χλοιδῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[χλιαίνω]]). Από σημασιολογική [[άποψη]], αρχική [[πρέπει]] να θεωρηθεί η σημ. «[[φουσκώνω]], πρήζομαι» (<b>πρβλ.</b>[[περιφλίω]], <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδών]] «[[σφυγμός]]»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με [[υγρό]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ὑπερφλοισμός</i>) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από [[κάψιμο]]» και στην [[συνέχεια]] «φλέγομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλοιδῶ</i>, <i>φλοιδιῶ</i>), ενώ από το [[φαινόμενο]] της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «[[σαπίζω]], διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (<b>πρβλ.</b> <i>φλιδῶ</i>, [[φλιδάνω]], [[φλιδιόωντο]], [[φλιδών]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 1292] = φλιδάω (?).

French (Bailly abrégé)

être enflé, être gonflé.
Étymologie: DELG apparenté à φλύω.

Greek (Liddell-Scott)

φλίω: φλιδάω, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Παθ. σ. 432.

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος, φουσκωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλίω και η οικογένειά του ανάγονται, κατά την πιθανότερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα bhl-ei- / bhl-i- «φουσκώνω, πρήζομαι, ξεχειλίζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με -i-, μορφή της ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω», (πρβλ. τα ρ. φλέω, φλύω < ρίζα bhl-eu- / bhl-u- με παρέκταση -u-). Το ρ. φλῑω απαντά μόνο σε έναν σύνθ. τ. μτχ. περιφλίοντος (όπου το -- αποτελεί αντιπροσώπευση της ΙΕ διφθόγγου -ei-, πρβλ. χλῖω (πιθ. < ρίζα ghlei-, βλ. λ. χλιαίνω), πιθ. τρίβω, ενώ οι υπόλοιποι τ. της οικογένειας αυτής εμφανίζουν οδοντική παρέκταση d της ρίζας (πρβλ. φλυ-δ-) και έχουν σχηματιστεί από θ. φλι-δ-της μηδενισμένης βαθμίδας ή φλοι-δ- της ετεροιωμένης (πρβλ. αγγλ. bloat «πρήζομαι» < γερμ. blait-ōn < IE bhloid-). To σύστημα, εξάλλου, τών τ. φλίω: φλιαρός: φλιδῶ: φλιδών: φλοιδιῶ μπορεί να παραβληθεί με τους τ. χλίω: χλιαρός: χλιδῶ: χλιδών: χλοιδῶ (βλ. λ. χλιαίνω). Από σημασιολογική άποψη, αρχική πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (πρβλ.περιφλίω, φλιδῶ, φλιδών «σφυγμός»), από την οποία προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «έχω φουσκάλες με υγρό» (πρβλ. ὑπερφλοισμός) και «έχω φλύκταινες που έχουν προκληθεί από κάψιμο» και στην συνέχεια «φλέγομαι» (πρβλ. φλοιδῶ, φλοιδιῶ), ενώ από το φαινόμενο της σήψης που μπορεί να παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις προήλθε η γενικότερη σημ. «σαπίζω, διαλύομαι, καταστρέφομαι, σχίζομαι, κουρελιάζομαι» (πρβλ. φλιδῶ, φλιδάνω, φλιδιόωντο, φλιδών)].