θειώδης: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ες, 1) schwefelartig, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ες, 1) [[schwefelartig]], [[schwefelfarbig]], μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) [[göttlich]], Sp., auch adv. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:27, 29 May 2023
English (LSJ)
(A), ες, (θεῖον A) A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18. 2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.
θειώδης (B), ες, (θεῖος A) A divine. Adv. -δως by Imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, schwefelfarbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
θειώδης: цвета серы (θώρακες NT).
Greek (Liddell-Scott)
θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
English (Strong)
from θεῖον and εἶδος; sulphur-like, i.e. sulphurous: brimstone.
English (Thayer)
θειωδες (from θεῖον brimstone (which see)), of brimstone, sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; (Sophocles' Lexicon, under the word).
Greek Monolingual
(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης (πρβλ. δυσώδης, ζοφώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux]].
Chinese
原文音譯:qeièdhj 帖-哦得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:安置(的)
字義溯源:硫磺-似的,硫磺的;由(θεῖον)*=硫磺)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 硫磺(1) 啓9:17