λειμώνιος: Difference between revisions
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=leimonios | |Transliteration C=leimonios | ||
|Beta Code=leimw/nios | |Beta Code=leimw/nios | ||
|Definition=α, ον, (λειμών) [[of a meadow]], κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι | |Definition=α, ον, ([[λειμών]]) [[of a meadow]], κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι A.''Ag.''560; ἄνθεα Id.''Fr.''374; φύλλα Theoc.18.39; ἀράχναι Arist.''HA''555b7; <b class="b3">ἀνεμώνη ἡ λ.</b> [[Anemone pavonina]], [[scarlet anemone]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 6.8.1 (= <b class="b3">ἀ. ἀγρία</b>, [[quod vide|q.v.]]); also [[λειμωνία]], ἡ, a thorny plant, prob. = [[σκόλυμος]], [[golden thistle]], [[Scolymus hispanicus]], ib.6.4.3. ([[λειμωνίᾳ]] is corrupt in [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''601 (lyr.).) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (λειμών) of a meadow, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι A.Ag.560; ἄνθεα Id.Fr.374; φύλλα Theoc.18.39; ἀράχναι Arist.HA555b7; ἀνεμώνη ἡ λ. Anemone pavonina, scarlet anemone, Thphr. HP 6.8.1 (= ἀ. ἀγρία, q.v.); also λειμωνία, ἡ, a thorny plant, prob. = σκόλυμος, golden thistle, Scolymus hispanicus, ib.6.4.3. (λειμωνίᾳ is corrupt in S.Aj.601 (lyr.).)
German (Pape)
[Seite 23] von der Wiese, zur Wiese gehörig; δρόσοι, der Wiesenthau, Aesch. Ag. 546; ποία, Soph. Ai. 597; φύλλα, Theocr. 18, 39. Auch in Prosa, Arist. H. A. 5, 27; Theophr. u. Sp., καὶ ἕλειος βοτάνη D. Hal. 1, 37.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de prairie.
Étymologie: λειμών.
Russian (Dvoretsky)
λειμώνιος: луговой (δρόσοι Aesch.; ἀράχναι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λειμώνιος: -α, -ον, (λειμὼν) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, ἐκ λειμῶνος, Λατ. pratensis, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 560· ἄνθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· φύλλα Θεόκρ. 18. 39· - ἐν Σοφ. Αἴ. 601, ἀντὶ τῆς ἐφθαρμένης γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων, Ἰδαῖαι μίμνων λειμωνίᾳ ποίᾳ, ἥτις εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου καὶ ἄνευ ἐννοίας τινός, διάφοροι διορθώσεις ἔχουσιν ὑποδειχθῆ, ἀλλ’ οὐδεμία αὐτῶν ἱκανοποιεῖ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· ἀράχναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 3· ἀνεμώνη ἡ λ. = λειμώνιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λειμώνιος, -ία, -ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, -άδος και λειμωνίς, -ίδος) λειμών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λειμωνιάς
νύμφη του λειμώνα («νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες», Σοφ.).
Greek Monotonic
λειμώνιος: -α, -ον (λειμών), αυτός που ανήκει στο λιβάδι, χλοερός, Λατ. pratensis, σε Αισχύλ., Θεόκρ.
Middle Liddell
λειμώνιος, η, ον λειμών
of a meadow, Lat. pratensis, Aesch., Theocr.