λινόκλωστος: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoklostos | |Transliteration C=linoklostos | ||
|Beta Code=lino/klwstos | |Beta Code=lino/klwstos | ||
|Definition= | |Definition=λινόκλωστον, [[spinning flax]], ἠλακάτη ''AP''7.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
λινόκλωστον, spinning flax, ἠλακάτη AP7.12.
German (Pape)
[Seite 49] ἠλακάτη, Flachs spinnend, Ep. ad. 524 (VII, 12). Bei Sp. auch = aus Flachs gesponnen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à filer le lin.
Étymologie: λίνον, κλώθω.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόκλωστος: служащий для прядения льна (ἠλακάτη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόκλωστος: -ον, ὁ κλώθων λινάριον, ἠλακάτη Ἀνθ. Π. 7. 12. ΙΙ. ὑφασμένος ἐκ λινῆς κλωστῆς, φᾶρος Θεόδ. Πρόδρ. σ. 162.- Πρβλ. λινουλκός.
Greek Monolingual
λινόκλωστος, -ον (Α)
αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, τρίκλωστος].
Greek Monotonic
λῐνόκλωστος: -ον, αυτός που κλώθει λινάρι, σε Ανθ.