οἰνήρυσις: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinirysis | |Transliteration C=oinirysis | ||
|Beta Code=oi)nh/rusis | |Beta Code=oi)nh/rusis | ||
|Definition=εως, ἡ, (ἀρύω) [[vessel for drawing wine]], | |Definition=-εως, ἡ, ([[ἀρύω]]) [[vessel for drawing wine]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1067, Ph.1.390. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἀρύω) vessel for drawing wine, Ar.Ach.1067, Ph.1.390.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vase pour puiser du vin.
Étymologie: οἶνος, ἀρύω.
German (Pape)
ἡ, Weinschöpfer, Gefäß zum Weinschöpfen, ἀρύω, Ar. Ach. 1031.
Russian (Dvoretsky)
οἰνήρῠσις: εως ἡ ковш для вина Arph.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνήρῠσις: ἡ, (ἀρύω) ἡ τοῦ οἴνου κοτύλη, δι’ ἧς ἠρύοντο τὸν οἶνον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1067.
Greek Monolingual
οἰνήρυσις, ἡ (Α)
αγγείο, για άντληση οίνου («φέρε τὴν οἰνήρυσιν ἵν' οἶνον ἐγχέω λαβὼν ἐς τοὺς χόας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἄρυσις (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ζωμ-ήρυσις. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
οἰνήρῠσις: ἡ (ἀρύω), σκεύος, δοχείο για άντληση κρασιού από βαρέλι, σε Αριστοφ.