σφάγιος: Difference between revisions
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfagios | |Transliteration C=sfagios | ||
|Beta Code=sfa/gios | |Beta Code=sfa/gios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[slaying]], [[slaughtering]], <b class="b3">σ. μόρος</b> [[slaughter]], S.''Ant.''1291 (lyr.); [[fatal]], [[deadly]], Hp.''Fract.''35; σ. ξίφεα Man.1.316.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> [[of the throat]], σύριγγες Max.169. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A slaying, slaughtering, σ. μόρος slaughter, S.Ant.1291 (lyr.); fatal, deadly, Hp.Fract.35; σ. ξίφεα Man.1.316.
II σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα, Hsch.
III of the throat, σύριγγες Max.169.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui se fait par égorgement.
Étymologie: σφαγή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφάγιος -α -ον [σφαγή] bloederig. Soph. Ant. 1291. fataal. Hp. Fract. 35.
German (Pape)
schlachtend, opfernd, überhaupt mordend, tötend; μόρος, der Mord, Soph. Ant. 1277; ξίφη, Maneth. 1.316; s. auch σφαγία und σφάγιον.
Russian (Dvoretsky)
σφάγιος: (ᾰ) смертоносный, убийственный: σ. μόρος Soph. насильственная смерть.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α σφαγή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή
2. φονικός
3. (κατ' επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία
(κατά τον Ησύχ.) «σφαγία
ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα»
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. σφάγιο
6. φρ. «σφάγιος μόρος» — σφαγή (Σοφ.).
Greek Monotonic
σφάγιος: -α, -ον (σφάζω), αυτός που σφαγιάζει, ο σφακτικός, δολοφονικός· σφάγιος μόρος, σφαγή, φόνος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σφάγιος: -α, -ον, ὁ σφακτικός, φόνιος, σφ. μόρος, σφαγή, φόνος, Σοφ. Ἀντ. 1291· ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 775· σφ. ξίφεα Μανέθων 1. 316. ΙΙ. παρ’ Ἡσυχ. «σφαγία· ἡ τῆς ἱερουργίας ἡμέρα».
Middle Liddell
σφάγιος, η, ον σφάζω
slaying, slaughtering, σφ. μόρος slaughter, Soph.