χρυσαυγής: Difference between revisions
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χρυσοαυγής]] Μ<br />αυτός που εκπέμπει [[χρυσή]] [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ηθική]] [[αίγλη]]) [[λαμπρός]] («χρυσαυγὴς [[φρόνησις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>χρυσαυγές</i><br />φωτεινά, λαμπερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή [[αὖγος]], <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[χρυσοαυγής]] Μ<br />αυτός που εκπέμπει [[χρυσή]] [[λάμψη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για [[ηθική]] [[αίγλη]]) [[λαμπρός]] («χρυσαυγὴς [[φρόνησις]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>χρυσαυγές</i><br />φωτεινά, λαμπερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐγή]] ή [[αὖγος]], <i>τὸ</i>), [[πρβλ]]. [[λυκαυγής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:50, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as adverb, χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.
German (Pape)
[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσαυγής: блистающий золотом (κρόκος Soph. δόμος Arph.; νηός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.
Spanish
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκαυγής].
Greek Monotonic
χρῡσαυγής: -ές, γεν. -έος, αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Σοφ., Αριστοφ.
Middle Liddell
χρῡσ-αυγής, ές
gold-gleaming, Soph., Ar.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ές de dorados destellos de Helios ὁ ὢν φιλομαντόσυνος, ὁ χρυσοπρόσωπος, ὁ χ. tú que eres amigo de oráculos, el que tiene dorado rostro, el de dorados destellos P III 134