ἄσπορος: Difference between revisions
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asporos | |Transliteration C=asporos | ||
|Beta Code=a)/sporos | |Beta Code=a)/sporos | ||
|Definition= | |Definition=ἄσπορον,<br><span class="bld">A</span> = [[ἄσπαρτος]], [[χώρα]] D.19.123, ''IG''2.379.9, Plu. ''Alex.''66, ''PRyl.''133.22 (i A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> of plants, [[unsown]], [[growing without cultivation]], Luc.''Rh.Pr.''8, Nic.''Fr.''74.58.<br><span class="bld">III</span> [[begotten without impregnation]], of [[Hephaestus]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 9.229; but, [[producing without impregnation]], [[ἰλύς]] ib.40.433.<br><span class="bld">IV</span> [[barren]], Luc.''Am.'' 28, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.221, al.; [[not having issue]], ib.40.119.<br><span class="bld">2</span> Act., [[preventing production]], [[αὐχμός]] ib.39.139. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄσπορον,
A = ἄσπαρτος, χώρα D.19.123, IG2.379.9, Plu. Alex.66, PRyl.133.22 (i A. D.), etc.
II of plants, unsown, growing without cultivation, Luc.Rh.Pr.8, Nic.Fr.74.58.
III begotten without impregnation, of Hephaestus, Nonn. D. 9.229; but, producing without impregnation, ἰλύς ib.40.433.
IV barren, Luc.Am. 28, Nonn. D. 2.221, al.; not having issue, ib.40.119.
2 Act., preventing production, αὐχμός ib.39.139.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sembrado χώρα D.19.123, IG 22.834.8 (III a.C.), ISestos 1.56 (II a.C.), Plu.Alex.66, I.BI 2.200, γαῖα Moschio Trag.6.25, γῆ D.S.17.75, PAmst.29.11 (I/II d.C.), Poll.1.227, Philostr.VA 6.11 (p.223), cf. Thphr.HP 8.11.9, PRyl.133.22 (I d.C.), BGU 2063.11 (II d.C.), PCair.Isidor.6.75, 126 (IV d.C.), 11.14, 19 (IV d.C.), PAbinn.50.6 (IV d.C.), Hsch.
2 no procedente de siembra, silvestre de plantas ἄσπορα καὶ ἀνήροτα πάντα φυέσθω Luc.Rh.Pr.8, cf. Sat.7, κύπρος τ' ὀσμηρόν τε σισύμβριον ὅσσα ... ἄσπορα ... Nic.Fr.74.58, del maná τὴν τροφὴν εἶχον ἄσπορον καὶ ἀνήροτον Basil.M.31.320B
•no procedente de fecundación, nacido sin fecundación Ἥφαιστος ... ἄ. ἐκ γενετῆρος Nonn.D.9.229, υἱός Nonn.D.12.58, ἄσπορον ἡμετέρην γενεὴν ποίησε Κρονίων Nonn.D.10.115, ἐν τῇ γεννήσει ἄ. ὡράθη τόκος Leont.H.Nest.M.86.1480C
•fig. de la virtud en los anim. innato, ingénito Plu.2.987b, ἀνδρῶν ἄ. ἁρμονίη Nonn.D.6.372
•que da fruto sin fecundación ἰλύς Nonn.D.50.433, 41.56.
3 que no da fruto, estéril, que no procrea de pers. Ἄττις Nonn.D.25.311, ἀνήρ Nonn.D.40.119, de las relaciones entre lesbianas, Luc.Am.28, κόσμος Nonn.D.2.221, 7.3, αὐχμός Nonn.D.39.139, de una planta, Q.S.4.428.
II adv. -ως sin fecundación μονογενῆ ... ἐκ μόνης μητρὸς ἀ. τεχθέντα Bas.Sel.Or.M.85.141B.
German (Pape)
[Seite 374] unbesäet, ohne Saat, χώρα Dem. 19, 123; Plut. Cor. 12; Luc.; τὰ ἄσπορα Agath. 37 (VI, 79).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non ensemencé.
Étymologie: ἀ, σπόρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσπορος, -ον)
εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος»)
2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους («άσπορο αβγό», «άσπορα φρούτα»)
αρχ.-μσν.
1. (για φυτά) όποιος αναπτύχθηκε χωρίς να τον σπείρουν, ο αυτοφυής
2. (ειδικά για την ενσάρκωση του Χριστού) αυτός που γεννήθηκε χωρίς σπέρμα («ἄσπορος τόκος», «ἄσπορον γονήν», «ἐν ἀσπόρῳ νηδύι» — πρβλ. «Ἥφαιστος ἄσπορος ἐκ γενετῆτος», Νόνν.)
αρχ.
1. ο άτεκνος, ο στείρος
2. αυτός που εμποδίζει τη σπορά («ἄσπορον... αὐχμόν» — για την ξηρασία, Νόνν.).
Greek Monotonic
ἄσπορος: -ον (σπείρω), = ἄσπαρτος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσπορος:
1 незасеянный (χώρα Dem., Plut.; τεμένη Anth.);
2 не посеянный (σοὶ ἄσπορα πάντα φυέσθω Luc.).